Πηγή: Ενθέματα Αυγή
«Οι αριστεροί χριστιανοί έχουν προφανώς μεγάλη ανάγκη από γραφεία γνωριμιών», γράφει αυτοσαρκαστικά στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Λογική, πίστη και επανάσταση: Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχη ο Τέρρυ Ήγκλετον, προκειμένου να εκφράσει τη δυσκολία μιας μέσης λύσης μεταξύ μιας φανατικά αντι-θρησκευτικής κοσμικής Αριστεράς και μιας φονταμενταλιστικής θρησκευτικής Δεξιάς. Το εγχείρημα του Βρετανού κριτικού φαίνεται δύσκολο. Στην προσπάθειά του να ισορροπήσει την κριτική του τόσο προς τους θεϊστές όσο και προς τους αθεϊστές φονταμενταλιστές, μπορεί στο τέλος να χάσει φίλους και συναδέλφους.
Για ποιον λόγο άραγε διακινδυνεύει τις φιλίες του, προκειμένου να στοχαστεί γύρω από την περί Θεού διαμάχη, που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια μετά την έκδοση των πολεμικά αθεϊστικών και ιδιαίτερα ευπώλητων βιβλίων του Ντίτσκινς (όνομα με το οποίο ο Ήγκλετον αναφέρεται σε όλους εκείνους που, κατά τη γνώμη του, έγραψαν αθεϊστικά φονταμενταλιστικά βιβλία, όπως ο Κρίστοφερ Χίτσενς και ο Ρίτσαρντ Ντώκινς); Ο Ήγκλετον δεν αναλαμβάνει μια απολογία της θρησκευτικής πίστης ή μια υπεράσπιση της ιδέας της ύπαρξης ενός Θεού. Αναθρεμμένος ως κοινός Ρωμαιοκαθολικός και προερχόμενος από την εργατική τάξη της Αγγλίας, εγκατέλειψε την πίστη του όταν μπήκε στο Πανεπιστήμιο, αναζητώντας, όπως νόμιζε, κάτι πιο συναφές με την πραγματικότητα και λιγότερο ανόητο από ό,τι είχε διδαχθεί περί Θεού στο σχολείο. Ωστόσο, εξομολογείται ότι η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού (1962-1965), με την κοινωνική διδασκαλία της μαζί με μια νέα εκδοχή του Ευαγγελίου που αναδείκνυε το ανθρώπινο και πολιτικό βάρος του χριστιανισμού, τον έκαναν να αναθεωρήσει τις απόψεις του. Διέκρινε ότι απέρριπτε τον χριστιανισμό, έχοντας στο μυαλό μια ειδωλολατρική αντίληψη του Θεού. Και η κριτική που ασκούν στη θρησκεία οι διάφοροι Ντίτσκινς γίνεται με βάση μια ειδωλολατρική περί Θεού αντίληψη, θεολογικά ξεπερασμένη αλλά και βιβλικά αστήρικτη. Ο συγγραφέας εισέρχεται λοιπόν σε μια συζήτηση για να δείξει πως ο χριστιανισμός, και ακόμα περισσότερο η θεολογική σκέψη, δεν είναι αυτό που παρουσιάζουν οι Ντίτσκινς.
Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρώ ότι ο Ήγκλετον αναδεικνύει την πολιτική διάσταση του Ευαγγελίου και της πίστης, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις πολιτικές διαστάσεις της αθεΐας των σύγχρονων αθεϊστών φονταμενταλιστών. Κατανοώντας τη θεολογία με όρους απελευθέρωσης, ερμηνεύει με τρόπο ανατρεπτικό και απελευθερωτικό τις βιβλικές αφηγήσεις, τονίζοντας ότι ο ίδιος ο Ιησούς παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος των περιττωμάτων της Γης. Με το μαρξιστικό του ένστικτο, ο Ήγκλετον διακρίνει τον λόγο περί δικαιοσύνης και αδελφοσύνης των Ευαγγελίων και αναγνωρίζει τη σημασία του σε έναν χρεωκοπημένο, μεταφορικά και κυριολεκτικά πλέον, κόσμο. Η ηθική την οποία κηρύσσει ο Ιησούς αποτελεί πρόκληση για την αστική ηθική του Ντίτσκινς: «Συγχώρεσε τους εχθρούς σου, χάρισε το μανδύα αλλά και το χιτώνα σου, γύρισε και το άλλο μάγουλο, αγάπα αυτούς που σε προσβάλλουν, κάνε το καλύτερο που μπορείς, μη σκέφτεσαι καθόλου το αύριο».
Τι νόημα έχουν όλα αυτά σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον; Τι νόημα έχουν στο πλαίσιο ιμπεριαλιστικών πολιτικών οι προτροπές για πραότητα και ειρήνη που βρίσκουμε στους Μακαρισμούς; Μήπως θα έπρεπε ο Ντίτσκινς να εισηγηθεί την απαγόρευση αυτής της ύπουλης προπαγάνδας υπέρ της ειρήνης και των φτωχών; Ο Ιησούς δεν φέρνει ούτε κατά διάνοια σε φιλελεύθερο: άστεγος, χωρίς υπάρχοντα, ταγμένος εργένης, φίλος των αποβλήτων, αποστρεφόμενος τα υλικά αποκτήματα, αμελής όσον αφορά τους κανόνες αγνότητας, επικριτής της παραδοσιακής αυθεντίας, αγκάθι στο πλευρό του κατεστημένου, μάστιγα για όσους επένδυαν στον πλούτο: «Δεν θα γινόταν καλό μέλος επιτροπής. Ούτε θα τα πήγαινε καλά στη Γουόλ Στριτ, όπως δεν τα πήγε καλά με τα γραφεία συναλλάγματος στο ναό της Ιερουσαλήμ».
Σε όλο το βιβλίο διακρίνουμε την καχυποψία του συγγραφέα απέναντι στις πολιτικές προθέσεις που κρύβονται πίσω από τη λυσσαλέα προσπάθεια των σύγχρονων αθεϊστών να εξοβελίσουν από τη δημόσια σφαίρα τη θρησκεία. Ο Ήγκλετον αναγνωρίζει βέβαια τα κακά που προέρχονται από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, αναρωτιέται όμως γιατί οι αθεϊστές τύπου Ντίτσκινς δεν ασκούν ανάλογη κριτική στις καταστροφικές συνέπειες της αμερικανικής επέμβασης στο Αφγανιστάν. Αναρωτιέται, επίσης, γιατί δεν αναγνωρίζουν τη βρομερή ιστορία της αποικιοκρατίας, τη δυστυχία που προκαλεί ο ρατσισμός και ο σεξισμός, η παραγωγή και αναπαραγωγή της φτώχειας και της πείνας. Ο Ντίτσκινς υποστηρίζει το πολιτικό κατεστημένο, αφού η εκστρατεία του δεν συνοδεύεται από μιαν εξίσου απερίφραστη κριτική του παγκόσμιου καπιταλισμού, συστήματος που γεννά μεγάλο μέρος του άγχους και του αισθήματος ταπείνωσης, από τα οποία τρέφεται ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός. Βασικά, αυτό που ενοχλεί τους αθεϊστές υποστηρικτές του κατεστημένου στην «πίστη» είναι η δέσμευσή της στην ιδέα ότι η Ιστορία έχει τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί από τους ανθρώπους. Ορισμένοι φαίνεται ότι πολεμούν την πίστη, τη διακρίνουν απόλυτα από τη λογική και την ταυτίζουν με τις ανορθολογικές πεποιθήσεις. Ακόμα και έτσι, όμως, δεν θα έπρεπε να ελέγχουν και το περιεχόμενο των πεποιθήσεων, να δουν κατά πόσο είναι επιβλαβές; Πόσο επιβλαβής είναι η πίστη στο ευαγγέλιο της αγάπης;
Ο Ήγκλετον προτείνει να μη λαμβάνουμε την πίστη ως μέγεθος εκ διαμέτρου αντίθετο με τη λογική, αλλά να προσβλέπουμε σε μια έλλογη πίστη και μια λογική θεμελιωμένη σε κάτι διαφορετικό από τον εαυτό της. Για τον Ήγκλετον, με μια έλλογη πίστη, με μια αγαπητική δέσμευση σε ένα ευαγγέλιο δικαιοσύνης, ειρήνης και αδελφοσύνης, η ανθρωπότητα θα θεωρούσε τον εαυτό της διαχειριστή, και όχι κυρίαρχο, της φύσης: «Ο πόλεμος θα υποκλινόταν μπροστά στη ειρήνη. Η συγχώρεση θα σήμαινε, μεταξύ άλλων πραγμάτων, το χάρισμα των αβάσταχτων χρεών που καθηλώνουν τα φτωχά έθνη».
Στο βιβλίο διακρίνουμε τις απελευθερωτικές δυνατότητες της θεολογικής σκέψης, του θεολογικού λόγου και των βιβλικών αφηγήσεων. Για την αριστερή συνείδηση του ΄Ηγκλετον, η μελέτη της Βίβλου δεν είναι χαμένος χρόνος. Η θεολογία επαναφέρει πολιτικές αξίες στο προσκήνιο, θέτοντας ζητήματα για το πεπρωμένο της ίδιας της ανθρωπότητας, σε σχέση όχι με τον εαυτό της (και άρα με το είδωλό της), αλλά με αυτό που η θεολογία θεωρεί την υπερβατική (την όντως διαφορετική) πηγή της ανθρώπινης ζωής. Αντίθετα, η εμμονή ορισμένων στην παραμονή του θεολογικού λόγου στην ιδιωτική σφαίρα καλλιεργεί την υποταγή στους νόμους της αγοράς, ενισχύει το καπιταλιστικό σύστημα, περιθωριοποιεί τις πολιτικές αξίες, μειώνει εν τέλει την ανθρώπινη ευθύνη, μας αποδεσμεύει από την προσπάθεια να επιφέρουμε κάποια μεταβολή στην τρομακτική θέση στην οποία βρίσκεται η ανθρωπότητα.
Η ουσιαστική διαφορά του θεολογικού λόγου είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τον κόσμο. Η θεολογία δέχεται τον κόσμο και τη ζωή ως δώρο, μια δημιουργία από το τίποτα, μια μαρτυρία της ελευθερίας του Θεού· αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι αίτιος του εαυτού του, και έτσι έχει επίγνωση της ευθραυστότητας και της θνητότητάς του. Στο πλαίσιο του θεολογικού λόγου, αναγνωρίζεται η θνητότητα όχι για να μετατραπεί ο θάνατος σε φετίχ αλλά για να μπορούμε ως άνθρωποι να βιώσουμε το πλήρωμα της ζωής μας.
Ο Ήγκλετον εισηγείται έναν τραγικό ανθρωπισμό, διακριτό από το φιλελεύθερο ανθρωπισμό του Ντίτσκινς. Ο τραγικός ανθρωπισμός συμμερίζεται το όραμα του φιλελεύθερου ανθρωπισμού για την ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας· ωστόσο –είτε στη σοσιαλιστική είτε στη χριστιανική είτε στην ψυχαναλυτική παραλλαγή του– υποστηρίζει ότι μόνο μέσα από μια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης, με την έννοια της αποφασιστικής αντιμετώπισης του χειρότερου εαυτού μας, και μιας εν συνεχεία ριζικής αναδημιουργίας, μπορεί η ανθρωπότητα να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. Δεν υπάρχουν, για τον Ήγκλετον, εγγυήσεις ότι θα γεννηθεί ένα τέτοιο μεταμορφωμένο μέλλον· θα μπορούσε όμως να έρθει λίγο νωρίτερα, αν δεν εξακολουθούσαμε να βάζουμε εμπόδια με τον δογματισμό, τον εγωισμό και τις όποιες φοβίες μας.
Η Ντένια Αθανασοπούλου-Κυπρίου είναι δρ φιλοσοφίας της θρησκείας, διδάσκουσα στο Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο του Terry Eagleton, «Λογική, πίστη και επανάσταση: Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχη», μετ. Πέτρος Γεωργίου (Πατάκης 2011). Μια εκτενέστερη εκδοχή θα δημοσιευθεί στο προσεχές τεύχος (123) του περ. «Σύναξη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου