Στο Commonwealth, το τρίτο βιβλίο μιας σειράς που άρχισε με την Αυτοκρατορία, ο Μάικλ Χαρτ και ο Τόνι Νέγκρι αναλύουν πώς η εξουσία του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού κεφαλαίου επανακαθορίζει τις έννοιες της κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Μια πρόγευση του βιβλίου δίνει ο Νέγκρι στη συνέντευξη στον Πάμπλο Ε. Τσακόν και το περιοδικό Ñ, που αναδημοσιεύουμε σήμερα στο Red Notebook.
***
Ο Τόνι Νέγκρι με τον αμερικανό συνάδερφό του Μάικλ Χαρτ εξέδωσαν ήδη τον τελευταίο τόμο της τριλογίας, που άρχισε με την Αυτοκρατορία και συνεχίστηκε με το Πλήθος. Πρόκειται για το
Commonwealth. Το πλάνο μιας επανάστασης των κοινών, που εκδόθηκε πρόσφατα στην Ισπανία. Σε αυτή την αποκλειστική συνέντευξη στο Ñ, ο Ιταλός στοχαστής αναφέρεται στις συνθήκες της γνωστικής παραγωγής, στη χειραφέτηση σ’ έναν κόσμο που έχει απαχθεί από το κεφάλαιο και στις κυρίαρχες μορφές του ανθρώπου στο σύγχρονο σύμπαν.
Στην Αργεντινή, κατά την τελευταία σας επίσκεψη, αναφερθήκατε στη χειραφέτηση. Τι σημαίνει αυτή η λέξη στα διεθνή συμφραζόμενα;
Καταρχάς, δόθηκε ένας πρώτος ορισμός της χειραφέτησης, που συνδέεται με μια αντίληψη ατομικιστική και οικουμενική. Οι απαρχές του ορισμού έχουν τις ρίζες τους στους Ιλλουμινιστές, μόνο που πολλές φορές η εξέλιξη αυτού του ιλλουμινισμού συναντιόταν με μια εσχατολογία που είναι χαρακτηριστική της καθολικότητάς του.
Πώς εξηγείται αυτό;
Είναι που η χειραφέτηση εμπλέκεται και με μια βασική θρησκευτική έννοια, την έννοια της σωτηρίας. Ο δεσμός ανάμεσα στη χειραφέτηση και τη σωτηρία είναι στενός. Τότε λοιπόν, παρόλο που τη βρίσκουμε στις σύγχρονες φιλοσοφίες σα νοσταλγία, η έννοια έχει να κάνει με μια σχέση κοινωνική, σε μεγάλο βαθμό εξαντλημένη. Προτιμώ να μη χρησιμοποιήσω τον όρο «ξεπερασμένη», γιατί ποτέ δεν ξέρεις όταν κάτι ξεπερνιέται προς τα πού πάει. Λέω λοιπόν εξαντλημένη. Η χειραφέτηση είναι μια ιδέα που συνδέεται με την επικράτηση ατομικών μορφών παραγωγής, σ’ έναν ορίζοντα καπιταλιστικής οργάνωσης, όταν ακόμη δεν είχαν εμπλακεί όλοι οι κοινωνικές ομάδες. Έτσι, η πρώτη ιδέα χειραφέτησης είναι ατομικιστική και οικουμενική, και, αφηρημένα, συνδέεται με την εξέλιξη της ιστορικής παραγωγής και εμφανίζεται σαν ουτοπία, με σημεία εσχατολογικά.
Τώρα είναι διαφορετικό.
Ναι, η εξέλιξη του καπιταλισμού εμπλέκει την κοινωνία ολόκληρη, σ’ όλα τα επίπεδα. Η υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο δεν είναι τυπική, είναι ουσιαστική. Δηλαδή, όλες οι αξίες που παράγει η κοινωνία μεταφράζονται σε αξίες συναλλαγής. Εισάγονται υπό την κατηγορία του νομίσματος. Λειτουργούν μέσα από χρηματιστικές διόδους. Κι αυτές οι δίοδοι προκαλούν μια σειρά μετασχηματισμούς, που συμπεριλαμβάνουν την τεχνική και πολιτική σύνθεση του συνόλου των υποκειμένων. Πρόκειται για μια ριζική μεταβολή, που σχετίζεται με την εργασία και την πολιτική. Και με τον τρόπο ζωής, τον τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα καθοδηγούν τη ζωή τους. Η διαμόρφωση της εργασίας άλλαξε, γιατί η γνωστική εργασία μετατράπηκε σε ηγεμονική μέσα στο σύστημα παραγωγής. Η πολιτική διαμόρφωση αλλάζει, γιατί δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με μάζες, αλλά με ένα πλήθος μοναδικότητες που συνδέονται συνεκτικά με την παραγωγική και αναπαραγωγική πίεση της κοινωνικής ζωής.
Είναι, όμως, μια μεταβατική εποχή;
Ναι, αλλά η αναβίωση της συνεργασίας, που τεχνικά ισχύει σήμερα, θα μπορούσε να ισχύει επίσης και πολιτικά. Ζούμε μια μεταβατική κατάσταση, στην οποία αυτή η κοινή διαδικασία εξέλιξης, όσον αφορά το πρόβλημα της παραγωγικής πραγματικότητας, δεν αρθρώνεται ακόμη με μια κοινή διαδικασία εξέλιξης όσον αφορά την πολιτική πραγματικότητα, τη ζωή σε αυτό που νοείται ως «πόλις». Σ΄ ένα εργασιακό σύμπαν του οποίου οι συνδέσεις δεν είναι τοπικές, αλλά εκτείνονται σε όλη την κοινωνία, αντιστοιχεί ένας κάπως διευρυμένος χώρος στην παραγωγή, η χρηματιστικοποίηση, βάσει της οποίας υπολογίζεται και μετριέται η γνωστική εργασία. Δεν υπάρχει άλλου είδους μέτρο για τη γνωστική εργασία, που να μην περνάει μέσα από χρηματιστικά εργαλεία. Οι παλιές κατηγορίες βάσει των οποίων μετριόταν η εργασία (χωρικές δομές, όπως το εργοστάσιο, ή χρονικές δομές, όπως η εργάσιμη μέρα), τροποποιούνται. Συμβατικά γίνεται λόγος για «χρηματοοικονομικά του χρόνου».
Γι’ αυτή την αλλαγή μιλάτε στο τελευταίο βιβλίο σας;
Ναι, μεταξύ άλλων. Μπορεί να πει κανείς ότι λαμβάνοντας υπόψη ό,τι έχει καθοριστεί και λειτουργεί στο νέο κόσμο της εργασίας, είναι δυνατόν να εκτυλιχθεί μια πρώτη υπόθεση για τη χειραφέτηση. Γιατί ως τέτοια, έχει κι αυτή υπαχθεί στο κεφάλαιο. Το πρόβλημα της χειραφέτησης δεν εμφανίζεται σαν ένα πρόβλημα «ιδεατό», παρά σαν πρόβλημα πρακτικό που αφορά το πέρασμα από τα ισχύοντα σήμερα κοινά, στα κοινά της τεχνολογικής μορφής, στα εικονικά κοινά των πολιτικών μορφών.
Θα μπορούσατε να επεκταθείτε σε αυτό το σημείο;
Σήμερα, οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν εξελιχθεί περισσότερο από τις παραγωγικές σχέσεις. Αυτό επαληθεύεται καθημερινά. Είναι πρόβλημα εκπαίδευσης και κόστους.
Η κρίση εμφανίζεται σαν μια ανικανότητα των παραγωγικών σχέσεων (κρατικών, χρηματιστηριακών, παγκόσμιων) να συγκρατήσουν τη νέα συλλογική παραγωγικότητα. Ο κόσμος των αναγκών, των επιθυμιών των εργαζομένων, αποτελεί τη γνωστική διάσταση. Και τα χρηματοοικονομικά, οι μορφές τους, ο παλαιός συνασπισμός στήριξής τους, επιμένουν στη δυνατότητα μετατροπής του κέρδους σε εισόδημα. Και σ’ αυτό το σημείο είναι που παράγεται η κρίση, από την καθυστέρηση της ικανότητας του κεφαλαίου να οργανώσει τον παραγόμενο πλούτο.
Ακόμη δεν έχει γίνει σαφές …
Κοιτάξτε, αν γίνεται αποδεκτή η ύπαρξη μιας ανισορροπίας μεταξύ παραγωγής και πολιτικών μορφών (η καθυστέρηση των πολιτικών μορφών και η υπαγωγή τους σε οικονομικές μορφές), μπορεί να αποδοθεί μια έννοια βιοπολιτική σ’ αυτό που έλεγα, λαμβάνοντας υπόψη, για παράδειγμα, τη συμβολή του Μισέλ Φουκώ στις πολιτικές επιστήμες. Η έννοια της βιοεξουσίας ως νέας αναπαράστασης της εθνικής κυριαρχίας τοποθετείται δίπλα στα βιοπολιτικά συμφραζόμενα, που οφείλουμε να τα θεωρήσουμε σε ισχύ. Η πολιτική ζωή αντιμέτωπη με τη βιοεξουσία είναι η δύναμη που θα μπορούσε να αναπτυχθεί απέναντι σ’ αυτή την ανισορροπία.
Με άλλα λόγια…
Με άλλα λόγια, η περιγραφή αυτή δείχνει στο σύνολό της τη δύναμη του κοινωνικού ιστού και την ασυμμετρία που εμφανίζει απέναντι στην κεφαλαιοκρατική βιοεξουσία. Όταν μιλάμε για χειραφέτηση, είναι σωστό να εχουμε στο νου μας αυτή την ασυμμετρία. Η χειραφέτηση προτάθηκε σαν ένα πρόβλημα που όφειλε να επιλυθεί νομικά, μέσα από το σύνταγμα, αλλά στη φάση που διανύουμε, καλό είναι να ξεκαθαριστεί ότι «το ένα χωρίζεται στα δύο», σύμφωνα με το παλιό μαοϊκό σλόγκαν. Δεν το λέω με όρους αναπόλησης, αλλά όντως το ένα χωρίστηκε στα δυο, γιατί η έννοια της εξουσίας και η έννοια του κεφαλαίου ήταν πάντα δύο. Το κεφάλαιο δεν θα υπήρχε σαν τάξη, σαν στρατηγείο, αν δεν δεν ήταν ενεργή η δύναμη της εργασίας, αν η εργασία δεν εμφανιζόταν σαν ζωντανή εργασία. Όταν λέω ότι «το ένα χωρίζεται στα δύο», δεν εννοώ ότι η ρήξη αυτής της σχέσης γίνεται με απόλυτο τρόπο. Όμως, για να υπάρξει αυτή η σχέση, η υπακοή η οφειλόμενη στο Κράτος ή η οφειλόμενη στο κεφάλαιο αναλογία της ζωντανής εργασίας βρίσκονται σήμερα σε σφοδρή ανισορροπία.
Πώς μετριέται αυτή η σχέση;
Νομικά. Γιατί το Δίκαιο μετατρέπεται επίσης σε μέτρο, σε ένα μηχανισμό που διαμορφώνει τη σχέση ανάμεσα στο Κράτος και τους πολίτες, ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη ζωντανή εργασία. Αυτό που γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο είναι ότι η πολιτική, αντίθετα με ό,τι συνέβη σε άλλες εποχές, μετά τη μεγάλη κρίση του ’30 για παράδειγμα, σήμερα δεν καταφέρνει να επεξεργαστεί μια συντακτική πρόταση, που να μπορεί να σταθεί στο επίπεδο της ιστορίας των συνταγματικών κινημάτων. Ο ίδιος ο ορισμός του συντάγματος ήταν πάντα μια ιστορία μεσολαβήσεων που χτίζονταν γύρω από εμπορικές σχέσεις συναλλαγής. Αυτό συνέβαινε στην περίπτωση των παλιών φιλελεύθερων συνταγμάτων, αλλά και ύστερα, γύρω από τη διαλεκτική κεφάλαιο-εργασία, στην περίπτωση των δημοκρατικών συνταγμάτων.
Και σήμερα;
Σήμερα, αν αυτή η μεταβολή για την οποία μιλάμε συνέβη –ή συμβαίνει τώρα–, πραγματικά γίνεται δύσκολο να φανταστεί κανείς ποια μεσολάβηση μπορεί να στηθεί γύρω απ’ τις διαδικασίες χρηματιστικοποίησης, που ζουν στην καρδιά του σύγχρονου καπιταλισμού. Κι είναι δύσκολο να επανακαθορίσει κανείς κατηγορίες όπως δημοκρατία, εθνική κυριαρχία, αντιπροσώπευση, μισθός, ιδεολογία. Πώς μπορεί να νοηματοδοτηθούν ξανά αυτές οι σχέσεις, πέρα από τη γνώση ότι οι παγκοσμιοποιημένες χρηματιστικές αγορές κατέχουν εξέχουσα θέση στην αυτόνομη παραγωγή, την πολιτικότητα και τη νομιμότητα; Η τάξη που επιβάλλεται από το χρηματιστικό κεφάλαιο τείνει να παρακάμπτει τις θεσμικές μεσολαβήσεις των σύγχρονων δημοκρατιών και βασίζεται στον εκβιασμό, για το λόγο και μόνο ότι οι εγγυήσεις, σε τελευταία ανάλυση, της απόλαυσης των ουσιωδών δικαιωμάτων, για στέγη, υγεία, αναπαραγωγή της ζωής, αλλά και αυτοί ακόμη οι μισθοί, εξαρτώνται, με τρόπο μη αναστρέψιμο, απ’ τις δυναμικές και τις συνεχείς αναταράξεις της αγοράς.
Τότε, γιατί να θέσει κανείς τη χειραφέτηση, εφόσον αυτή ορίζεται σαν ένα σχέδιο συντακτικής διαδικασίας;
Ζούμε σήμερα καταστάσεις στις οποίες το ζήτημα της συντακτικής διαδικασίας τίθεται με πολύ συγκεκριμένους όρους. Στη Λατινική Αμερική, κυρίως τη δεκαετία του ’90, αλλά και τώρα, σήμερα, στη σχέση μεταξύ Κράτους και κινημάτων φανερώθηκε η διαμόρφωση μιας δυναμικής συντακτικής διαδικασίας. Αλλά όλα συμβαίνουν σε μια κατάσταση στην οποία δεν γίνεται κατανοητό ποιο είναι το συμπέρασμα. Είναι δύσκολο να θεωρήσουμε τα κινήματα σαν μια άλλη εξουσία αντιμέτωπη με το Κράτος. Η διαδικασία Κράτος-κίνημα διαχέεται σε μια σχέση στην οποία δε γίνεται αντιληπτό ποιος είναι αυτός που δρα. Και υπάρχει ο κίνδυνος το Κράτος να παριστάνει ότι τα κινήματα μεταβάλλονται, όταν ακριβώς είναι το ίδιο το Κράτος που δημιουργεί αυτά τα κινήματα, σαν εικόνα της αδυναμίας του και της ανικανότητάς του για σύνθεση.
Τι σημαίνει λοιπόν χειραφέτηση ως δυνατότητα συντακτική; Πώς μπορεί να οριστεί η χειραφέτηση, από την κρίση και μετά;
Ας θέσουμε επί τάπητος μια άλλη υπόθεση. Μπορούμε να μιλήσουμε για τη χειραφέτηση σαν πρόταση συντακτικής διαδικασίας σ’ ένα νέο χωρικό έδαφος. Και μια δεύτερη, στην οποία μετράει η χρονικότητα, η ροπή προς το υλικό αντικείμενο. Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει στο παιχνίδι η ιστορική μεταβατική περίοδος που έχουμε ζήσει από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, της ανολοκλήρωτης μεταπολίτευσης (της μετάβασης από το φασισμό στη δημοκρατία στην Ιταλία και την Ισπανία, λόγου χάρη). Αντί για μια μεταβατική περίοδο, επικάθισε πάνω σε όλα το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, αλλά επίσης μπορώ να πω και κάτι άλλο. Αυτόν τον καιρό γίνεται πολλή κουβέντα πώς μετά από τριάντα ή σαράντα χρόνια υπάρχουν κινήματα που εκφράζουν την ανάγκη για μια μεταπολίτευση, όπου το πάθος για τη δημοκρατία -- ένα πάθος για τα κοινά που καταστρέφει μια σειρά φορμαλισμούς που μπλόκαραν τη συντακτική διαδικασία της χειραφέτησης. Είναι η περίπτωση των «αγανακτισμένων» στην Ισπανία, τη Γουόλ Στριτ, την Αγγλία, τη Γερμανία και, με τρόπο πιο άτολμο, στο φοιτητικό κίνημα της Χιλής. Η αργεντίνικη ζωντάνια συνοψίζεται στο γεγονός ότι η μεταπολίτευση δεν κρύφτηκε, αλλά πρωταγωνίστησε σε αυτή τη μετάβαση.
Έχετε να προσθέσετε κάτι;
Είναι λογικό να ρωτήσει κανείς ποιες είναι οι μορφές της υποκειμενικότητας, γύρω από τις οποίες στρέφεται η εμπειρία της ζωής. Η πρώτη είναι η μορφή του υπερχρεωμένου. Ο προαναφερθείς παραγωγικός μετασχηματισμός πατά πάνω στο κίνημα που οδηγεί από την μισθωτή εργασία στην επισφαλή. Αλλά, αν θέλετε, είναι εδώ που αναδύεται η βάση μιας δυνατής χειραφέτησης, δηλαδή οι νέοι όροι της βιοεξουσίας και οι νέοι όροι της βιοπολιτικής. Η επισφαλής εργασία (που είναι μια εργασία γνωστική, δικτυακή, συνεργατική) εμφανίζεται σαν πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Η μορφή του επισφαλούς εργαζομένου χάνει την αυτονομία της υπό το κεφάλαιο, μετατρέπεται σε χρεώστη.
Δεν είναι, όμως, η μόνη μορφή…
Η άλλη είναι του διαμεσολαβημένου ανθρώπου. Βρίσκεται μέσα στον κλοιό των μέσων επικοινωνίας, κι επιπλέον, στον κλοιό της ικανότητας να χτίζεις συνεργασία μέσα στα μέσα. Αλλά επίσης είναι αιχμαλωτισμένος. Δεν πρόκειται πια τόσο για τη συνείδηση του αποξενωμένου ατόμου, παρά εκείνου που κυριεύτηκε απ’ το παιχνίδι της εξουσίας. Είναι ολοφάνερο, η κοινωνία είναι υπερβολικά σύνθετη, οι κίνδυνοι έρχονται απ’ όλες τις μπάντες, αλλά ο κίνδυνος παύει να είναι κίνδυνος όταν μετατρέπεται σε φόβο. Εξού και η ικανότητα ανταπόκρισης στον κίνδυνο, στις δυσκολίες της ζωής, με το να ερχόμαστε σε επικοινωνία, να αντιστεκόμαστε. Σκεφτείτε την επέκταση των συστημάτων εγκλεισμού, το τι σημαίνουν οι διαδικασίες αποκλεισμού, προκειμένου να εισαγάγουν το φόβο. Η κατασκευή της έννοιας του φόβου προέρχεται από μια βούληση για κυριαρχία, όχι για συνεργασία. Το πιο επικίνδυνο σχήμα είναι του ανθρώπου που αντιπροσωπεύεται. Γιατί συγκρούεται με το ζήτημα της χειραφέτησης. Τα ισχύοντα δημοκρατικά συντάγματα και η ιδέα της αντιπροσώπευσης που κατασκεύασαν, είναι ο χειρότερος εχθρός. Ο αντιπροσωπευόμενος άνθρωπος είναι η συμπερίληξη του υπερχρεωμένου ανθρώπου, του διαμεσολαβημένου και διασφαλισμένου. Στην αντιπροσώπευση, καμιά από τις δημοκρατικές αξίες (η χειραφέτηση, η συντακτική διαδικασία, η ελευθερία) δεν είναι διασφαλισμένη.
Και τότε;
Είναι δύσκολο. Για τον υπερχρεωμένο άνθρωπο υπάρχει μια πρώτη αντίδραση: «Δεν πληρώνω το χρέος». Είναι η θεμελιακή στιγμή για να αρχίσει να χειραφετείται πολιτικά. Είναι η άρνηση να με πετάξουν έξω απ’ το σπίτι μου, γιατί δεν τελείωσα την πληρωμή του δανείου. Πάει να πει «θέλω να επανοικειοποιηθώ αυτόν τον κοινό πλούτο που οικοδομήθηκε πάνω σε μια βάση κοινή». Και πρόκειται για το πέρασμα, μετά απ’ αυτή την άρνηση, σ’ αυτό που αποτελεί μια μορφή άρνησης από το πλήθος, στα πλαίσια μιας θετικής διατύπωσης: το χρέος που έχουμε «εμείς» μετατρέπεται σε συστατική πράξη μιας κοινωνίας λίγο καλύτερης. Με λίγα λόγια, τα τωρινά προβλήματα της χειραφέτησης, πρέπει να ειδωθούν από την άποψη του πώς να αντιπροσωπευόμαστε. Είναι καλή στιγμή για να προτείνουμε εναλλακτικές λύσεις, γιατί τώρα μας ακούνε.