Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

E.Γκανάς: Ορθοδοξία,Παύλος,Agamben,Zizek,Badiou,Benjamin



Επιτέλους ένας διάλογος που διεξάγεται στην Εσπερία  εδώ και δέκα χρόνια μεταφέρεται στον δημόσιο χώρο.Αριστερά και Πολιτικη  Θεολογία στον 21 αιώνα από την σκοπιά ενός Ορθοδόξου.

Η εισήγηση είναι πυκνή ,απαιτεί επεγεργασία.

Ωστόσο ανοίγει ένα καλοδεχούμενο δρόμο.

Πηγή: Αντίφωνο

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Τα θαύματα πραγματικά γίνονται;



Πρώτη δημοσίευση με μπόλικα σχόλια Μάιος 2010 LLS


Το θεμελιώδες μάθημα της μεταμοντέρνας πολιτικής είναι ότι δεν υπάρχει «Συμβάν» ,ότι τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, ότι το «Αληθές Συμβάν» είναι μια διερχόμενη αυταπάτη ,μια ψευδής αναγνώριση η οποία θα διαλυθεί αργά ή γρήγορα ,από την επαναβεβαίωση της διαφοράς, ή σε καλύτερη περίπτωση από την φευγαλέα υπόσχεση της επερχόμενης Λύτρωσης, στην οποία έχουμε να διατηρήσουμε μια απόσταση για να αποφύγουμε τις καταστροφικές συνέπειες του «ολοκληρωτισμού». Ο Badiou είναι απόλυτα δικαιολογημένος να επιμένει ,για να χρησιμοποιήσω ένα όρο με θεολογικό βάρος  «τα θαύματα πραγματικά γίνονται »


S.Zizek : “The ticklish subject” The politics of truth p 135 (μτφ LLS).

Ο εικονιζόμενος Ιωάννης Πρόδρομος κρατάει το κομμένο κεφάλι του την ώρα που ο ίδιος είναι ακέραιος. Πρόκειται για μια κλασσική εικόνα της ορθοδοξίας ,που συνδυάζει το θεολογικό παράδοξο με την εκφραστική λιτότητα.

Δεν θα θεολογήσουμε ,άλλωστε το κάνει ο Ζιζεκ καλύτερα από εμάς.

Ωστόσο η εικόνα αυτή εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση των εργαζομένων ,μισθωτών ,συνταξιούχων μετά τα μέτρα του ΔΝΤ. Είμαστε αποκεφαλισμένοι αλλά επιβιώνουμε και πρέπει να επιβιώσουμε ως εάν να μην τρέχει τίποτα.

Η Ηρωδιάς IMF ,ζητάει τον αποκεφαλισμό μας ,και ο άβουλος Ηρώδης Αντύπας ΓΑΠ μας τσεκουρώνει ,προκειμένου να απολαύσει την χορογραφία της Σαλώμης αξίας 150 δις.

Ωστόσο με θαυματουργό τρόπο οι πρόδρομοι εργαζόμενοι συνταξιούχοι ,θα ζήσουμε κρατώντας το κεφάλι μας περήφανοι.

Σε αυτήν την ιδιόμορφη λογικά ,αλλά λειτουργική θεολογικά συνθήκη είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε.

Αυτό που γίνεται είναι ίσως μια από τις πιο βίαιες μειώσεις πραγματικών εισοδημάτων που επιχειρήθηκε ποτέ παγκοσμίως . Οι σχεδόν χαμηλότερα αμειβόμενοι στον ανεπτυγμένο κόσμο, καλούνται να ζήσουν κάτω από ένα οριακό επίπεδο ζωής ,σε μια παγκόσμια άσκηση λιτότητας. Αν δεν αντιδράσουμε είμαστε μάλλον κλινικά νεκροί .

Οι εγχώριες ελίτ αφού απόλαυσαν τα αγαθά ενός τριακονταετούς σχεδόν κύκλου ανάπτυξης ,τώρα ενισχυμένες από την αρχιτεκτονική των διεθνών συναλλαγών παίζουν με όλα τα ενδεχόμενα από θέση ισχύος. Ας μη γελιόμαστε το βασικό είναι η πραγματική σχέση κεφαλαίου εργασίας όπως αποτιμάται και όχι αν αυτό θα γίνει μέσα ή έξω από Ευρώ , με αναδιαπραγμάτευση ή όχι του χρέους .Η καπιταλιστική συνθήκη είναι σχέση που αφαιρεί αενάως πόρους από την ζωντανή εργασία και αυτό το κάνει σε κάθε δυνατή κατάσταση.

Το μάθημα της Ελλάδας του 2010 είναι οι διεθνείς παραδοχές είναι εκεί για να διατηρούν το Status ,και για αυτό αλλάζουν αναλόγως. Ποιός φανταζόταν το ΔΝΤ πριν ένα χρόνο; Ποια κυβέρνηση θα μπορούσε να κόψει όσα κόβει τώρα ο ΓΑΠ;

Αν αφαιρέσουμε από την δημόσια συζήτηση τις συνηθισμένες χιλιαστικές απόψεις πολιτικής καταστροφής που υπάρχουν πάντα , κανένας ,της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης, δεν περίμενε τέτοιο κακό. Πριν ένα χρόνο ο πιο έγκυρος οικονομολόγος πολιτικός της Αριστεράς έπεισε τον Τσίπρα να διεκδικήσει 100,000 νέους διορισμούς ως αντίδοτο για την ανεργία, και το συνδικαλιστικό κίνημα είχε εξεγερθεί για τα επιδόματα. Ποιοί διορισμοί ; ποια επιδόματα;

Το ΔΝΤ εισέρχεται την ώρα που στον δημόσιο λόγο κυριαρχούν διάφορες αφηγήσεις

-Η mainstream ,με την τεχνική- τεχνολογική προσέγγιση ,όπου παραδέχεται την παγκόσμια υπερχρέωση είναι συστατικό μιας διεθνούς πραγματικότητας και άρα η εκτροπή μας οφείλεται καθαρά στην επαγγελματική ανεπάρκεια των διαχειριστών και την λαϊκιστική πολιτική. Στην αφήγηση αυτή αναζητούνται οι ένοχοι εντός πολιτικής αλλά και οι πολίτες με την ιδιόμορφη σχέση τους με το κράτος έχουν βάλει το χεράκι τους.(Τηλεοράσεις ,ΔΟΛ ,Καθημερινή).Η πολιτική ανικανότητα είναι η λέξη κλειδί.

- Η λαϊκιστική αντιπολιτική ματιά με ηθικολογικό υπόβαθρο όπου καταγγέλλονται χύδην οι βουλευτές ,οι διεφθαρμένοι , το «σύστημα» και αναζητιέται μια «κάθαρση» μέσω ενός λανθάνοντος κρυμμένου νοσταλγικού ιδεολογικού χουντισμού. Όποιος βλέπει Extra στην τηλεόραση καταλαβαίνει τι λέμε.

-Η αριστερή οπτική όπου η υπερχρέωση μας είναι σχεδόν «φυσική» συνέπεια του παγκόσμιου «νεοφιλελευθερισμού» και τελικά αν η Ελλάδα ή αύριο η Πορτογαλία ή η Ισπανία είναι σχετικά δευτερεύον. Στην αφήγηση αυτή οι Έλληνες εργαζόμενοι εκτός από τα δικά τους ,καλούνται ως παγκόσμια πρωτοπορία να πυροδοτήσουν μια διεθνή εξέγερση κατά του κεφαλαίου.

Στις μεγάλες επιτυχίες και στις μεγάλες αποτυχίες σχεδόν πάντα υπάρχουν συνδυασμοί πολλών παραγόντων .Η γενική δυναμική επιβαρύνεται από ατζαμίδικους χειρισμούς που γίνονται σε περιβάλλον μιας γενικότερης πνευματικής ηθικής αποσάθρωσης.

Η αριστερά έχει δίκιο όταν εντοπίζει την παγκόσμια υπερδιόγκωση των χρηματοοικονομικών προϊόντων ως καρδιά της παγκόσμιας κρίσης , αλλά η τεχνική ανεπάρκεια των δικών μας διαχειριστών την επιταχύνει την ελκύει σε εμάς.

Ταυτόχρονα κάτι έχει γίνει λάθος σε ένα βαθύτερο σχεδόν ατομικό στοχαστικό επίπεδο .Καμία οικονομική κρίση δεν είναι αυστηρά λογιστική, στενά υλική. Η άυλη σφαίρα ,το «εποικοδόμημα», της νεοελληνικής συνθήκης έχει διαστροφικές παραδοχές και ροές που έχουν επιτρέψει αυτό το λογιστικό έκτρωμα. Οι καταπληκτικές συνεντεύξεις του Δημητριάδη στην ΕΤ3 και του Σ. Ράμφου στη ΕΤ1 δημιούργησαν ήδη το έδαφος για μια συζήτηση ενός στοχασμού στο βαθύτερο επίπεδο.

Στην δίνη λοιπόν αυτή οι μοναδικές δυνάμεις που μπορούν να αντιδράσουν είναι οι εργαζόμενοι.

Η επέμβαση του ΔΝΤ καταλήγει όμως σε μια ιδιόμορφη πολιτική σχεδόν ανθρωπολογική συνθήκη.

Πετσοκόβει τους μοναδικούς που έχουν την θέληση, την ικανότητα, και την διάθεση για μια ολική αναστροφή. Τους εργαζόμενους, αυτούς που ζουν και αναπτύσσονται από την καθημερινή πνευματική και σωματική δαπάνη τους, και δεν απολαμβάνουν κοινωνικούς και ατομικούς αυτοματισμούς ασφάλειας. Εντός των εργαζομένων υπάρχουν προφανώς τρομερές διαφορές κοινωνικής απόδοσης τού έργου τους ,αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια.

Αναγκαστικά γίναμε όλοι «Πρόδρομοι» που με το κεφάλι μας στο χέρι είμαστε εντός ζωής, και θα συνεχίσουμε

Είναι τρελό , αλλά τόσο τρελό είναι και αυτό που ο Ζίζεκ αποδίδει στον Badiou

«Τα θαύματα πραγματικά γίνονται»

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Radical Democracy and Political Theology (Negri and Political Theology)

The Theo-politics of Radical Democracy: An Interview with Jeffrey W. Robbins (Part 1)

Posted 5 January 2012 by
The following interview was conducted by Alan Jay Richard, Ph.D. of Realistic Living.  Part 2 of the interview will appear Monday, January 9.

With the 2003 publication of Jeffrey W. Robbins’ Between Faith and Thought: An Essay on the Ontotheological Condition, full-throated radicalism returned to American theology.  In this groundbreaking work, Robbins’s accessible style guides the reader through the efforts of modern philosophers and theologians to overcome “ontotheology” while building a case that ontotheology is simply the condition of faith and thought, and that the desire to overcome ontotheology has always been the real source of the misguided hope and violence attributed to ontotheology.  Robbins’ accessible style and complex thinking are equally evident in his In Search of a Non-Dogmatic Theology (2004), in his articles and conversations published in the Journal for Cultural and Religious Theory, Cross Currents, and other venues, and in his edited books After the Death of God and (with Neal Magee) The Sleeping Giant has Awoken: The New Politics of Religion in the United States.  With the possible exception of Robert Scharlemann, Robbins engages more deeply with the theological roots of the radical theological tradition than has any radical theologian since the first generation.  His readings of Barth, Bonhoeffer, Tillich, and other twentieth century forbears of radical theology are as sensitive and nuanced as his readings of Derrida, Deleuze, Agamben and other philosophical contributions to radical theology’s problematic. Radical Democracy and Political Theology is Robbins’ latest book.  It invites us to step outside of the false choice between a commitment to democratic equality that excludes religion from the secular public space and a commitment to religion that limits democratic equality.  The book does not shrink from confronting the startling implications of this theological invitation, which are likely to stir as much controversy among left leaning political activists as among churchgoing supporters of traditional values.  Recently, I interviewed Robbins about some of these implications.
AJR: In the first chapter of your Radical Democracy and Political Theology, the words “imagination” and “imaginary” are invested with tremendous potency.  You discuss Sheldon Wolin’s notion of the political imaginary and Edmund Morgan’s notion of the necessary fiction that “sustains the very values it envisions even as it recognizes the inevitable gap that exists between the ideal and the real, the imagined and the actual.” Both scholars, you write, agree that political imagination prefigures actual political states of affairs.  You close this astonishing first chapter by proposing to answer Benjamin Barber’s call for “acts of bold political imagination” to counter our loss of political potency to the invisible hand of the market and that market’s perverse dialectic with fundamentalist violence.  You ask readers to “consider what follows as —- a measure of our own political imagination at this present moment according to an absolute present moment according to an absolute standard, albeit along a sliding scale, of democracy, more or less.”  The concept of the imagination is central to the development of modern philosophy from Spinoza’s view of the imagination as the first and inadequate form of knowledge, through Kant’s transcendental imagination, to the romantic celebration of the imagination emerging out of a certain interpretation of Kant and so on.  The related term “imaginary” also carries some history with it, and is most closely associated today with Lacan’s famous distinction between the imaginary, the symbolic, and the real.  How are you conceptualizing imagination here, such that the theological work you are doing becomes part of a work of imagination that serves as a means of moving through the political state of affairs we are now experiencing?
JWR: To address your primary question about how I am conceptualizing imagination, I must first back up in order to explain the chapter title itself, “Democracy, more or less.”  As you point out, I assert an absolute standard of democracy, by which I mean the people’s power to rule themselves.  The test of how truly democratic a democracy is—what I term the first axiom of democracy as drawn from the observations of democracy in America from Alexis de Tocqueville—is that democracy always demands more democracy.  That is to say, for democracy to be truly democratic, it is never settled, never satisfied, but always makes more demands.  If this is the democratic standard and the test by which democracy is judged then it becomes immediately apparent that many of those who invoke the name of democracy fall far short.  It is hereby that that absolute standard gets grafted onto the sliding scale of democracy more or less.Take Francis Fukuyama, for instance, the herald of the triumph of global capital and the champion of the neo-liberal order:  In his book from 2006, America at the Crossroads, Fukuyama separates himself—and indeed, condemns—the neoconservative ideology that eventuates in the notion that democracy might be spread by the barrel of a gun.  More than most within the neoconservative fold who urged the U.S. into invading Iraq, Fukuyama admitted mistakes, not only in the prosecution of the war, but even more, in the very mindset that justified America’s preemptive attack in the first place.  I believe Fukuyama should be commended for this.  However, when it comes to his defense of democracy he remains as staunch in his defense of economic liberalization as ever, often going so far as simply reiterating the basic narrative of the triumph of global capital and the “end of history” for which he first became widely known.  So if it is true that America has come to a crossroad, as Fukuyama suggests, then his advice finally is that we reverse course and return to whence we came, only now mindful that the economic liberalization he prescribes might just as likely lead to the radicalized would-be terrorist as it would genuine democratic change.  By his conflation of liberal democracy with economic liberalism he has lost sight entirely of the political capacity of the citizenry, and thus the democratic ambitions he articulates are held hostage by an economic determinism.  It is why I say of Fukuyama, “So long as the tail is wagging the dog, the bite is as ferocious as it is indiscriminate.”
Likewise with Fareed Zakaria, who begins his book The Future of Freedom with the announcement that “We live in a democratic age” wherein democracy has become “the sole surviving source of political legitimacy.”  But Zakaria quickly reveals his hand:  it is not democracy that he wants, but liberalism, and specifically, a liberal constitutional order that is deliberately established to “insulate” decision-makers from “the intense pressures of democracy.”  “What we need in politics today,” Zakaria professes, “Is not more democracy but less.”  For Zakaria, the future of freedom is secured not by empowering citizens as political agents, not by people clamoring for their rights and their interests, but by the smooth workings of the economic state whereby citizens are made into mere subjects to be managed.
This is precisely the kind of realpolitik calculation that supposed democratic theorists and policy makers have made for generations.  It is democracy in name only.  If grafted onto the sliding scale of democracy more or less, it meets only the minimal standards, somewhere above the democratic credentials of Egypt’s Hosni Mubarak or Tunisia’s Ben Ali even though they long made the claim that that they had been democratically elected, but far below the real belief and commitment to the power of the people to rule.
By way of that long introduction, let me return to your actual question and promptly sidestep it.  My conception of imagination has been illustrated most vividly in the events of the Arab Spring.  While writing my book, Radical Democracy and Political Theology, I visited Tunisia at the invitation of the Association Tunisienne de Droit Constitutionnel for an international symposium on “Rights, Power, and Religion.”  It was my first and only trip to a state governed by a military dictatorship.  As legal, political, and religious scholars gathered to discuss a wide range of issues, the image of Ben Ali was displayed prominently, even while a representative of the government was present to record and note the official deliberations.  The streets were quiet, peaceful, and clean.  No hint of protest.  No sign of rebellion.  Yet when I spoke with Tunisians, I heard their frustration; even more, their worry.  Jobs were scarce.  The pride regarding how rapidly Tunisia had modernized itself through efforts at liberal reforms, education, and gender equality was growing into disgust, if not cynicism towards the ruling family.  If the Tunisian people once bought the argument that their rights as political citizens had to be sacrificed at the altar of stability, the trade-off was offering up diminishing returns.  Yet few dared to speak directly, let alone openly.
It was only two years later that people flooded onto the streets with the courage to imagine a different future.  This bold act of political imagination, which gave rise to political action, becomes theological when you consider the role of belief.  I have no idea what the Tunisian protesters actually believed, or whether, even, they truly believed they would have the power to bring the Ben Ali regime to an end.  What I can say is that they had no good cause for such belief.  That seems certain enough.  So when I am talking about the imagination, I am not talking about belief per se.  More specifically, when I am talking about the imagination, I am talking about make-believe—that is to say, the willing suspension of disbelief.  The Tunisian protesters may or may not have believed that they had the power to topple the regime, but they acted as if they did.  This is the necessary fiction of the political imaginary.  And it is precisely what democratic theory and practice has lacked—a recognition of the power of the people when they make-believe in democracy.
Of course, we still do not know how the events of the Arab Spring will unfold.  The future is undetermined and the revolution is incomplete.  Such is the terrifying, awe-inspiring power of democracy. And, to borrow from Jacques Ranciere, such is also the source for the hatred of democracy.
My concern with the likes of Fukuyama and Zakaria is not simply that they fail the test of democracy, but that they cheapen and distort even its imaginary possibilities with the result that the people are left not simply with nothing in which to believe, but no basis upon which to build an actual political assemblage.  In Capitalism and Christianity, William Connolly speaks of the importance of this notion of a political imaginary in terms of a “positive resonance machine,” the idea of which forms an “interim vision” that has the capacity to “energize action” amongst “interwoven institutions and individuals.”  If nothing else, my effort at articulating a theo-political supplement to radical democratic theory is an effort to write the imagination back into our political discourse and action.

AJR: Drawing on Jacques Rancière’s work on democracy and Michael Hardt and Antonio Negri’s work on empire and the multitude, you argue that democracy reveals the radically contingent context of political decision, a context prior to any determinate political regime.  Democracy, then, becomes in some sense primal or archaic and the political becomes something other than a matter of sovereign decision, whether of a literal king or of a “people” conceived as somehow one.  You acknowledge that this proposed reconceptualization is a risk, and argue that it is rendered necessary by the even riskier alternative presented by the status quo.  What is the process, however, by which an academic philosophical reconceptualization of the political and of democracy might alter the political scene?  And how would an intervention that starts with a philosophical reconceptualization embedded in the academic milieu and moves from there to the multitude or to the street avoid repeating the sovereign gesture your book so effectively criticizes?
JWR: That is a difficult, maybe even an impossible, question for me to answer.  After all, I am an academic, and this book is a work in theory through and through.
That said, I am committed to the notion that thinking matters.  Committed is probably not even the right word.  I am persuaded that thinking matters, and committed not simply to thinking about democracy, but to thinking in such a way that makes democracy more possible and real.
As to the question of the process by which this thinking alters the political scene, I must remain deliberately vague.  I do not know the process.  But not because I am unaware of how this process has played out in times past, but because there is no single or uniform process.  The spirit moves as the spirit moves.  In many fundamental ways, the book’s interlude on “The Iranian Revolution Redux” anticipated the events of the Arab Spring, specifically in the role social media played and its tendency towards a post-secular conception of the proper relationship between religion and politics.  In that way, my book might be seen not so much as an intervention as it is a work in theoretical analysis that puts the events of our time in proper relief.
As for what specifically that analysis provides, you have identified what I regard as the most salient feature of radical democracy—namely, that democracy is a pre-political form of politics, a form of political power that precedes and exceeds sovereignty.  Put differently, the people power of democracy is constitutive, as well as being generative.  This is what Rancière means when he identifies democracy as the “principle of politics.”  Before politics congeals into sovereign power, before it is established as a state form, democracy exists as a force.  Sovereignty congeals in the effort to curtail the anarchic power of democracy.  By the constitution of the state, the constitutive power of the multitude is at once acknowledged and delimited.
Shifting registers yet again, by identifying democracy as the principle of politics, the political question is clarified.  The political question is not, as Carl Schmitt conceived, a question of who is my friend and who is my enemy.  Instead, the political question is “Who decides?”
I hope that the analysis I offer up in my book is useful to the extent that it helps us to understand the process by which we have relinquished our right to decide by forfeiting the prerogative to rule.  I hope also that those who read the book might appreciate the primal power they possess.  The political decision rests with us, and in us, not with those who command.  It is only in this way that we might understand the true nature of political resistance.  It is not reactive.  It is primal.  It is the power that makes the political possible.
Attentive readers, of course, will sense my reliance here upon the work of Antonio Negri.  Like Rancière, Negri is concerned with the “pre-condition for the production of the political.”  In Negri’s case, this pre-condition is established by the social body through cooperation.  Political power, in other words, has a democratic basis.  And for Negri, this insight is the result of his early engagement with the work of Spinoza in which he discerned the distinction between potentia (creative, revolutionary power) and potestas (sovereign authority).
What would it mean for us to concentrate our political efforts in potentia as opposed to potestas?  At the very least, I believe it would mean that we would not allow ourselves to be deluded into thinking that one state could install democracy in another, that democracy could never be spread by the barrel of a gun.  But more fundamentally, it would help us recognize ourselves once again as political agents with a primal power that is rightfully feared due to its potential to upset and uproot the status quo.  It might wake us from our docility.

Jeffrey W. Robbins, Ph.D, is a continental philosopher of religion who currently serves as Associate Professor of Religion at Lebanon Valley College in Annville, Pennsylvania.  He has authored three books and edited two that address the relationship between recent developments in continental philosophy.  As Associate Editor of the Journal of Cultural and Religious Theory, he helped demonstrate that a serious, high-quality academic journal for research in religion could be offered online free of charge.  With Clayton Crockett, he is co-editor of the book series “Insurrections: Critical Studies in Religion, Politics, and Culture” for Columbia University Press.
Alan Jay Richard, Ph.D.  does research, writing, and training for Realistic Living, a nonprofit organization seeking to foster new forms of communal religious practice that challenge exclusivist, supercessionist, dogmatic, imperialist, and patriarchal elements in Christianity while re-connecting participants to crucial insights and experiences harbored within the Christian tradition.   He is also a public health researcher and practitioner whose work has appeared in a broad range of scientific journals in the areas of psychology, sociology, public health, and economics

Πηγή: Political Theology

A.Badiou: Παύλος ,Ανάσταση

Το αναστάσιμο είναι αυτό που μας εισάγει σε συγγένεια, και που περιλαμβάνει τον εαυτό του στην γενικευτική διάσταση του Υιού. Είναι ουσιώδες να θυμηθούμε ότι για τον Παύλο, ο Χριστός δεν είναι ταυτόσημος με το Θεό, ότι το κήρυγμά του δεν προϋποθέτει Τριαδική ή ουσιοκρατική θεολογία. Εντελώς πιστός προς το καθαρό συμβάν, ο Παύλος περιορίζεται στην μεταφορά της “αποστολής του υιού.” Συνεπώς, για τον Παύλο δεν είναι το ατέρμονο που πεθαίνει στον σταυρό. Σίγουρα, η κατασκευή του συμβαντικού χώρου προϋποθέτει ότι ο γιός που μας στάλθηκε, και που δίνει τέλος στην άβυσσο της υπέρβασης, είναι εμμενής ως προς το μονοπάτι της σάρκας, του θανάτου, όλων των διαστάσεων του ανθρώπινου υποκειμένου. Αυτό δεν συνεπάγεται με κανένα τρόπο ότι ο Χριστός είναι η ενσάρκωση ενός Θεού, ή ότι πρέπει να τον αντιληφθούμε ως το γίγνεσθαι-πεπερασμένο του ατέρμονου. Η σκέψη του Παύλου αποσυνθέτει την ενσάρκωση μέσα στην ανάσταση.

To υπόλειπο κείμενο εδώ  (Lenin Reloaded)

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Θ.Ζιακας:Πολιτική Θεολογίας της Ορθοδοξίας-Τριαδικότητα-Κοινοτισμός

Πηγή: www.antifono.gr/

Το χάσμα μεταξύ πολιτειακού κοινοτισμού και τριαδικής οντολογικής παράδοσης είναι βασική όψη του προβλήματος και σ' αυτήν καλούμαστε να εμβαθύνουμε.
Κατ' αρχάς έχουμε την ιστορικά διαπιστωμένη αντίθεση μεταξύ κοινοτήτων και εκκλησιαστικής ιεραρχίας, πού (παρά τον αποφασιστικό ρόλο της Εκκλησίας στη διαμόρφωση των κοινοτήτων) αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο στη νεοελληνική ιστορία. Φαινόμενο που παρατηρείται ακόμη και σήμερα στο εξωτερικό, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν ελληνικές κοινότητες. Έχουμε έπειτα την αντίθεση μεταξύ κοινοτιστών, που προέρχονται από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, κι εκείνων που ανακάλυψαν την τριαδική παράδοση προερχόμενοι από τον ευσεβιστικό χώρο. Μεταξύ τους υπάρχει πλήρης ακατανοησία.
'Η πρώτη όψη της αντίθεσης είναι ένα ειδικό ιστορικό θέμα, η ανάλυση του οποίου εκφεύγει του παρόντος. Η δεύτερη όψη, που είναι καθαρά ιδεολογικής φύσεως, γιατί συνδέεται με παρανοήσεις και προκαταλήψεις, είναι η πλέον προσπελάσιμη και ενδιαφέρουσα. 'Ο εξ αριστερών ορμώμενος κοινοτιστής (που ονειρεύεται αυτοδιοίκηση, αυτοδιαχείριση, αυτονομία, εναρμόνιση με το οικοσύστημα κλπ.) βλέπει μόνον ευσεβισμό, θρησκοληψία, ηλιθιότητα και ταπεινά συμφέροντα, εκεί που καλείται να ψάξει για την οντολογική θεμελίωση των οραμάτων του. Αντιστρόφως οι θελγόμενοι από την πληρωματικότητα του «τριαδικού πρωτοτύπου» δεν φαίνεται να υποπτεύονται ότι αυτή έχει ιστορικό πολιτειακό αντίκρισμα κι ότι αυτό συμπίπτει με το κοινοτικό ημικράτος. [2][37]
Η μελέτη των αμοιβαίων παρανοήσεων που αναπαράγουν την αντίθεση θα είχε, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη χρησιμότητα. Τούτο το βιβλίο το βλέπω σαν μια μικρή συμβολή σε ένα τέτοιο έργο και μάλιστα μόνο από τη μία πλευρά: αυτήν του «πολιτικού» κοινοτιστή που ψάχνει για την οντολογική θεμελίωση του κοινοτισμού. Προσεγγίζοντας την τριαδική παράδοση ένας τέτοιος αναζητητής προσκρούει, αν μου επιτρέπεται να γενικεύσω την προσωπική μου εμπειρία, σ' ένα διπλό τείχος, που τον χωρίζει από την τριαδική παράδοση και κρύβει την αλήθεια της. Το «εξωτερικό τείχος» είναι η ταύτιση της τριαδικής παράδοσης με τον ευσεβισμό. Το «εσωτερικό τείχος» είναι η παθητική αποδοχή τού δυαδισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το είδος των «τειχών» που περιβάλλουν τον πολιτικό κοινοτισμό δεν έχω ασχοληθεί, αλλά φαντάζομαι ότι πρέπει να έχουν κυρίως να κάνουν με τον «αθείσμό» (γι' αυτό και στο α' μέρος ασχολήθηκα με τον χαρακτήρα της αντίθεσης θείσμού-αθείσμού).
Η ταύτιση της 'Ορθοδοξίας με τον ευσεβισμό (: θρησκοληψία, άγχος ατομικής σωτηρίας, αντιερωτική θωράκιση της προσωπικότητας, παρεκκλησιαστικές και εκκλησιαστικές οργανώσεις) είναι, όπως έχει καταδειχθεί, νεώτερο ιστορικό φαινόμενο.[3] [38] Οι μελέτες πού ακολούθησαν την «πνευματική άνοιξη» της δεκαετίας του '60 έχουν ήδη προκαλέσει μεγάλα ρήγματα στο «εξωτερικό τείχος» και εύκολα μπορεί κανείς να περάσει. Χωρίς αυτά και η δική μου «διείσδυση» θα ήταν αδύνατη. Σήμερα μόνον αδιάβαστοι μπορούν να ισχυρίζονται ότι ο ευσεβισμός και ή 'Ορθοδοξία ταυτίζονται. Δεν θα επιμείνω λοιπόν σ' αυτό το είδος παρανοήσεων και θα ασχοληθώ μόνο με το δεύτερο, με το «εσωτερικό» τείχος, όπου τα ρήγματα είναι νομίζω πολύ περιορισμένα.
1. Ιδανικό και πραγματοποίηση
'Η συνάντηση με το «εσωτερικό τείχος» βιώνεται ως ανάγκη να ασκήσει κανείς κριτική στην 'Ορθοδοξία, καταλογίζοντἀς της ότι αγνοεί τις σχετικά αυτόνομες συλλογικές ρίζες του κακού. Στο κέντρο όμως του ζητήματος βρίσκεται η σύγχυση μεταξύ ιδανικού και πραγματικού, εσχατολογικού και ιστορικού, βιοθεωρίας και πραγματοποίησης. 
Είναι γεγονός ότι ο ατομισμός δεν αποτελεί ιδανικό για την Ορθόδοξη παράδοση, όπως άλλωστε ούτε ο κολεκτιβισμός. 'Η 'Ορθοδοξία δέχεται το συναμφότερον ατομικού-συλλογικού και επιδιώκει την τριαδική υπέρβασή τους, άμεσα στο εδώ και τώρα της 'Ιστορίας (κι αυτή είναι  αυθεντική σημασία της εσχατολογίας της). 'Η αποχή από τη συλλογική ζωή γίνεται ιδανικό μόνο σε περιπτώσεις περιθωριακών εσωτεριστικών αλλοιώσεων του χριστιανικού μοναχισμού, και ευσεβιστικών παραμορφώσεων.[4] [39] Μια κριτική επομένως τοποθέτηση που θα ήθελε να συμπεριλάβει ιδανικό και πράξη, βιοθεωρία και κέλυφος[5],πρέπει να αναζητηθεί σε ένα πιο σύνθετο αναλυτικό πλαίσιο. Η κριτική για υποτίμηση τού συλλογικού κακού μπορεί να αφορά την πραγματοποίηση και όχι τα πρότυπα. 
Αλλά και η πραγματοποίηση δεν ήταν, όπως είδαμε, ολοκληρωτικά ανεπιτυχής. Στη μικρή κλίμακα του τοπικού κοινωνικού βίου οι επιτυχίες ήταν αξιόλογες. το πρόβλημα εμφανίζεται κυρίως στη μεγάλη κλίμακα, στην κλίμακα της αυτοκρατορίας, όπου υπεισέρχονται και οι διεθνικές σχέσεις, που αναμφισβήτητα παίζουν καθοριστικό ρόλο. (Παρατεταμένη "βαρβαρική περικύκλωση".) Αν υπήρξε ιστορική πραγματοποίηση του τριαδικού ιδανικού, όχι μόνο στο μοναστήρι αλλά και στις κατά τόπους κοσμικές ενορίες, πράγμα που είναι αληθές, τότε το πρόβλημα δέν έξαντλείται με αναφορές στην πόλωση ατομισμού και κολεκτιβισμού. Μιλήσαμε ήδη για το πώς ό μοναχισμός γεννήθηκε ως αντίδραση στον ιστορικό συμβιβασμό του χριστιανισμού με την αυτοκρατορία, συμβιβασμό που απειλούσε με ολοκληρωτική εκκοσμίκευση την εκκλησιαστική συλλογικότητα. Είδαμε ότι χάρη στην ύπαρξη και παρέμβαση του μοναχισμού, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί το ιδανικό της τριαδικής συλλογικότητας, υπό τύπον παραδειγματικών νησίδων, με αυξομειούμενη κατά εποχές ακτινοβολία και με ευτυχέστερη απόληξη αυτήν της σύμπτωσης των ορίων της εκκλησιαστικής και της ιστορικής κοινότητας στο τοπικό επίπεδο - αυτό που ο Σπ. Ζαμπέλιος αποκαλεί «ενδημοποίηση» της Εκκλησίας. Στη μεγάλη κλίμακα είναι που βλέπουμε την αδυναμία να λυθεί ιστορικά η αντίθεση μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτειακής συλλογικότητας, με θεσμική έκφραση τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Το πρόβλημα τίθεται επομένως ως αντίθεση μεταξύ εκκλησιαστικού συλλογικού (πού είναι πάντοτε μειοψηφικό ρεύμα, όχι μόνο σε επίπεδο αυτοκρατορίας, αλλά και σε επίπεδο Εκκλησίας), από τη μια πλευρά, και πολιτειακού συλλογικού (κρατικού και θρησκευτικού), από την άλλη. Τίθεται δηλαδή ως αντίθεση μεταξύ χαρισματικής-αντιδυναμοκεντρικής συλλογικότητας και συλλογικότητας βασισμένης στο κύρος της εξουσίας. Μια αντίθεση τοποθετημένη πλήρως στο πεδίο της πραγματοποίησης του κοινού προτύπου.
Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος της πραγματοποίησης πρέπει να δούμε και τί συνέβαινε στη γειτονιά της Ρωμανίας: Στη Δύση η Καθολική Εκκλησία κατόρθωσε να ενοποιήσει το θρησκευτικό και το πολιτειακό πεδίο, προδίδοντας όμως πλήρως το τριαδικό ιδεώδες και εκφυλιζόμενη σε απολυταρχικό μηχανισμό. Για τον χώρο του 'Ισλάμ ούτε λόγος. Την ενότητα των δύο πεδίων ενσάρκωνε εκεί ό Σουλτάνος. 'Ο Σουλτάνος ήταν πρωτίστως ζωτική ανάγκη του χώρου αυτού (για να γίνει κατόπι και δική μας).
Στον Καθολικισμό, στο 'Ισλάμ, αλλά και στον υπαρκτό σοσιαλισμό, δεν υπάρχει ο δυισμός για τον οποίο μιλάμε, γιατί δεν υπάρχει τριαδική συλλογικότητα, όχι μόνο στην πράξη, αλλά ούτε καν στη θεωρία, στο δόγμα. και στον ιδιωτικό καπιταλισμό, επίσης, η τριαδική συλλογικότητα είναι άγνωστη, αφού δεν υπάρχουν εκεί παρά στοιχειώδεις προσωπικές σχέσεις. Σ' όλους αυτούς τούς πολιτισμικούς χώρους η γνήσια συλλογικότητα εμφανίζεται μόνο στους κόλπους ηρωικών κινημάτων, που αποτελούν, ούτως η άλλως, σπάνιο φαινόμενο. Εμφανίζεται δηλαδή σε έκτακτες συνθήκες και όχι σε κανονικές ειρηνικές περιόδους. Γι' αυτό και η εμπειρία της αυθεντικής συλλογικότητας ακολουθεί εκεί την «υπόγεια διαδρομή», χωρίς να μπορεί να οικοδομήσει τίποτα ή, αν οικοδομήσει κάτι, στις στιγμές της μεγάλης έντασης, αυτό γρήγορα μετασχηματίζεται στο αντίθετό του, μόλις η κοινωνία επιστρέψει στον «κανονικό» της ρυθμό. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αρκετές φορές το έθεσε η νεώτερη επαναστατική σκέψη, αλλά η μόνη απάντηση, στην οποία κατόρθωσε να φτάσει, ήταν η τεχνητή παράταση της έκτακτης κατάστασης ("διαρκής" ή «αδιάκοπη» επανάσταση).
Στο Βυζάντιο, αλλά και γενικότερα, η 'Εκκλησία φαίνεται να περιορίζει τη διεκδίκηση του τριαδικού τρόπου συλλογικότητας μόνο στο εσωτερικό της. Η Πολιτεία, το Κράτος, ό Κόσμος, αφήνονται απ' έξω. Ανήκουν στη δικαιοδοσία του Διαβόλου («τού άρχοντα τού κόσμου τούτου»). Ανήκουν στον «Καίσαρα» και τελικά στον Σουλτάνο, που καθίσταται οιονεί απαραίτητος. Αυτή είναι η πιο ακραία, η χειρότερη διατύπωση. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για παθητική αποδοχή του δυαδισμού Εκκλησίας-Αυτοκρατορίας. Για παθητική αναγνώριση της αντίθεσης τριαδικού και δυναμοκεντρικού συλλογικού. Για την όχι εντελώς επιτυχή εφαρμογή της συνταγής «τα του καίσαρος τω καίσαρι». Για τη μη αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Αυτό δεν ήταν μήπως και το status του «ιστορικού συμβιβασμού»; 
Για μας όμως που δεν ζούμε σε δυαδικό κοινωνικό περιβάλλον, ώστε πλάι στις συνηθισμένες να υπάρχουν και μορφές χαρισματικής συλλογικότητας, το πρόβλημα είναι υπερβολικά θεωρητικό. Αλλά ας το δούμε έστω και μόνο σαν τέτοιο.
2. Θεωρητική προσέγγιση 
Με θεωρητικούς όρους ο δυισμός για τον οποίο μιλάμε αναγνωρίζεται ως πρόβλημα σχέσεων μεταξύ Ιδεολογίας και Πολιτικής, σε συνθήκες όπου το κατ' αλήθειαν ζην προκαλεί υπέρβαση της Ιδεολογίας[6] και οι άνθρωποι αποκτούν άμεση προσωπική σχέση μεταξύ τους και με τη φύση. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, τι θα σήμαινε, στις συνθήκες αυτές, μία ενεργητική αποδοχή  του εν λόγω δυισμού;
Ας χρησιμοποιήσουμε τη νεομαρξιστική ανάλυση, με βάση την οποία η Ιδεολογία και η Πολιτική είναι δύο διαφορετικά επίπεδα, με σχετική αυτονομία. Το πρώτο δεσπόζεται από την πειθώ (λειτουργεί κυρίως με «ιδεολογία»), το δεύτερο από τη δύναμη (λειτουργεί κυρίως με καταναγκασμό). Το πρώτο είναι ο χώρος της ηθικής. Ενώ στο δεύτερο η ηθική αποτελεί πρόσχημα, υποτάσσεται και εξυπηρετεί συσχετισμούς δύναμης πού υπερβαίνουν τούς ηθικούς ενδοιασμούς. [7][40]  Αν οι υποκειμενοποιητικές παραδόσεις διαιρούν το πολιτισμικό πεδίο σε δύο περιοχές, την περιοχή της βίας (Α) και την περιοχή της πειθούς (Β), η Πολιτική ανήκει στην περιοχή (Α). Ο αντιδυναμοκεντρικός χώρος του εσωτερικού μίας παράδοσης, όπως η Ορθόδοξη, ανήκει στην περιοχή της Ιδεολογίας και όχι της Πολιτικής. Η Πολιτική είναι πάντα ένα «εκτός» σε σχέση με τις υποκειμενοποιητικές παραδόσεις. Όταν είσαι στον χώρο της Πολιτικής ή στα σπάργανα της Ιδεολογίας, τη διάκριση Ιδεολογίας-Πολιτικής δεν μπορείς να την υπερβείς. Μπορείς όμως να την «καταργήσεις» φαντασιωδώς, ευτελίζοντας την Ιδεολογία και μετατρέποντάς την σε υπηρέτρια της Πολιτικής.
Το πρόβλημα δεν είναι εύκολο να συζητηθεί, επειδή έχει συσκοτισθεί απελπιστικά από τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία. Επαναλαμβάνοντας τον Πλάτωνα, ο μαρξισμός-λενινισμός θέλησε να ενοποιήσει σε μία τις διαφορετικές κεφαλές της κοινωνικής Ιεραρχίας (τον βασιλιά και τον φιλόσοφο· τη βασιλική, την ιερατική και την προφητική λειτουργία` την πολιτική, την οικονομική και την πνευματική ηγεσία). Ως τέτοιος ακριβώς ενοποιητικός (ολοκληρωτικός) φορέας προτάθηκε το κομμουνιστικό κόμμα. Ο ηγέτης του (ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Μάο, ο Ζαχαριάδης) έγινε ο μυθικός βασιλέας-φιλόσοφος. Ήταν επί πλέον ο εμπνευσμένος προφήτης. Ο κάτοχος της «επιστήμης των επιστημών» και ο μεγαλοφυής κριτικός της παγκόσμιας τέχνης. Σε μερικές μάλιστα στιγμές το βάθρο του υπερκέρασε ακόμα και τον «θρόνο του Υψίστου»[8] [41]. Ο απόηχος των δοξολογιών, που θα αποτελούν αιώνια ντροπή για την ανθρωπότητα, ηχεί ακόμη στ' αυτιά μας. Αποτέλεσμα; η ενοποίηση της δύναμης πολλαπλασίασε τη δύναμη καθιστώντας το κακό απόλυτο [9][42].
Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί και η ταύτιση-υποταγή της Ιδεολογίας στην Πολιτική, που χαρακτηρίζει τον εθνικισμό και παράγεται από την αναγωγή του έθνους-κράτους σε ιδανικό. Επίσης ο φιλελευθερισμός, κηρύσσοντας το «τέλος των ιδεολογιών» και ανάγοντας τη συλλογικότητα σε συμβατική σύμπραξη οικονομικών συμφερόντων, καθιστά αδύνατη την ανάπτυξη πραγματικών αντιεξουσιαστικών κινημάτων στο έδαφος του. Απελευθερώνει έτσι τους μηχανισμούς εξουσίας από κάθε ιδεολογικό χαλινό και ακυρώνει κάθε δυνατότητα ελέγχου από τα κάτω.
Η εμπειρία των ολοκληρωτισμών αυτών μας επιτρέπει να επανεκτιμήσουμε την αξία του μοντέλου της δυαδικής κοινωνίας, πού μας κληροδότησε το Βυζάντιο. Το μοντέλο, όπου η Ιδεολογία δεν υποτάσσεται στην Πολιτική, ούτε η Πολιτική στην Ιδεολογία. Και να συζητήσουμε, χωρίς προκαταλήψεις τη στάση της ορθόδοξης διανόησης απέναντι σ' αυτό.
Είναι, πράγματι, σαφής η τάση των ορθόδοξων ιδεολόγων να απέχουν από τη ζώνη της δύναμης, τη ζώνη της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας (μιλώ για συνειδητή επιλογή και όχι για χα-ρακτηρολογική ανεπάρκεια). Αλλά όταν κρίνουμε το γεγονός, είναι αναγκαίο να διαφοροποιούμε το οντολογικό από το ιστορικό επίπεδο. Αν η κριτική μομφή αναφέρεται στο οντολογικό πεδίο, τότε είναι αβάσιμη. Διότι εκεί: α) Κακό και δύναμη ταυτίζονται (πηγή του κακού είναι η ταύτιση με τη δύναμη). β) Η ιδεολογική δύναμη είναι μάλιστα η ισχυρότερη μορφή δύναμης. γ) Η δύναμη δεν αίρεται με δύναμη, αλλά με παραίτηση από τη δύναμη. δ) Το συναμφότερον ιδανικού-πραγματικού δεν μπορεί να καταργηθεί, ώστε η ουράνια πατρίδα να αντικαταστήσει την επίγεια.
Αν τα επιχειρήματα αυτά ισχύουν, τότε ασφαλώς είναι επιβεβλημένη η αποστασιοποίηση της διανόησης (της φύσει ισχυρότερης κοινωνικής ομάδας) από την πολιτική και την οικονομική εξουσία. Συμφέρει την πλειοψηφία των αδυνάτων ο πολιτικός ευνουχισμός της μειοψηφίας των «φύσει» πιο δυνατών. Δηλαδή είναι επιθυμητό να πείθονται τα πιο έξυπνα και δυναμικά στοιχεία ότι μόνο ανώριμοι και πλεγματικοί άνθρωποι μπορούν να έλκονται από τις σειρήνες της εξουσίας. Ώστε να απεχθάνονται την εξουσία, να βασίζονται στο προσωπικό τους παράδειγμα, αν θέλουν να πείσουν τους άλλους, και να αισθάνονται υποχρεωμένοι να ελέγχουν την εξουσία, με βάση τα κοινά αντιδυναμοκεντρικά πρότυπα. Να μετασχηματίζονται έτσι σε υπηρέτες των πολλών [10][43]. Η αποστασιοποίηση της Ορθόδοξης διανόησης από την πολιτική και την οικονομική εξουσία μπορεί να αναχθεί, λοιπόν, στον αντιδυναμοκεντρικό χαρακτήρα των προτύπων της.
Η αντίθεση πνευματικού και πολιτικού πεδίου λύνεται, από την Εκκλησία, με την άμεση δημιουργία, στον δικό της χώρο, της συλλογικότητας που επαγγέλλεται. Ως Εκκλησία δρα από το δικό της επίπεδο με τη λειτουργική πράξη και το παράδειγμα[11] [44]. «Ζυμώνει» το «φύραμα» σε όση έκταση το επιτρέπει η χαρισματικότητα των προσώπων και των ομάδων της. Δεν ασκεί «πολιτική παρέμβαση»[12][45]. Μ' αυτή την έννοια είναι «εναλλακτική». Δε περιμένει «να πάρει πρώτα την εξουσία», για να επιβάλει έπειτα, με την κρατική δύναμη, το δικό της πρότυπο κοινότητας, όπως κάνουν οι δήθεν επαναστατικές ιδεολογίες των διαφωτισμένων καιρών μας. Και έχει δίκιο, γιατί από τη φύση της η αντιδυναμοκεντρική μορφή συλλογικότητας δεν επιβάλλεται. Είναι χαρισματική. Βασίζεται στην ελευθερία και την παραίτηση από τη δύναμη.
Με δεδομένη την πρωτογενή και οργανική αυτή δράση, έξω και πριν από την πολιτική σφαίρα, ο παθητικός εγκλωβισμός της ορθόδοξης διανόησης στην εντολή «τα του καίσαρας τω καίσαρι» αποτελεί ασφαλώς πρόβλημα. Αν έτσι έχει το ζήτημα τότε τι θα σήμαινε ενεργητική αποδοχή του δυισμού; Μήπως θα χρειαζόταν και μία συμπληρωματική δράση —«άμεσα» στο πολιτικό επίπεδο— από μία πολιτική «πρωτοπορία» εναλλακτική (ιδεολογικά αντιδυναμοκεντρική);
Ας υποθέσουμε ότι εξαγγέλλεται η ίδρυση ενός κόμματος το οποίο: α) Δεν θα επιδιώκει να πάρει την εξουσία και θα διαγράφει αμέσως όποιον εκδηλώνει παρόμοια πρόθεση. β) θα κάνει γνήσια αντιπολίτευση, ξεσκεπάζοντας τη μικρόνοια και την ιδιοτέλεια της κάθε εξουσίας. γ) Δεν θα χαίδεύει τ' αυτιά του λαού. δ) Θα επεξεργάζεται προτάσεις για τη λύση των προβλημάτων, βασισμένες στην αρχή της απόσπασης της ευθύνης από την τάξη των πολιτικών και των γραφειοκρατών και της αποκέντρωσης τους στις κατά τόπους Εκκλησίες του Δήμου. ε) Θα οργανώνει λαϊκά κινήματα όχι για να ζητήσουν τη λύση των προβλημάτων τους από κάποιους άλλους, ξένους προς αυτά, αλλά για να τα πάρουν οι πολίτες στα χέρια τους και να τα λύσουν από μόνοι τους. Αυτό θα μπορούσε να είναι, ίσως, και το περιεχόμενο της παρέμβασης ενός κοινοτικού πολιτικού κινήματος  στις μέρες μας. Μίας «εναλλακτικής πολιτικής πρότασης».
Ένα τέτοιο «κόμμα», προστιθέμενο σε μία κοινωνικά υφιστάμενη τριαδικού τύπου συλλογικότητα, πιθανόν να έλυνε (χωρίς να καταργεί) τον εμφανιζόμενο, σε ένα ανώτερο πάντοτε επίπεδο πολιτισμικής εξέλιξης, δυισμό πνευματικής και πολιτικής ζωής. Αφού όμως ζούμε σε εποχή όπου η Ιδεολογία και η Πολιτική ταυτίζονται (η Ιδεολογία είναι θεραπαινίδα της Πολιτικής) και δεν υπάρχει η αναγκαία κοινωνική βάση (στην οποία προστιθέμενη η εν λόγω πολιτική μορφή θα παρήγε τα πιθανολογούμενα ευεργετικά αποτελέσματα), τότε συζητάμε, επαναλαμβάνω, για κάτι πού έχει μόνο θεωρητική αξία [13][46]. Πράγματι, ως πρόταση προβαλλόμενη για άμεση εφαρμογή, θα προκαλούσε το ειρωνικό μειδίαμα του αναγνώστη. Είναι αμφίβολο αν θα έβρισκε έστω και έναν οπαδό, πέραν των γνωστών και μη εξαιρετέων αιθεροβαμόνων. Ποιος παλαβός θα πήγαινε να γίνει μέλος ενός κόμματος που δεν θα υποσχόταν στους οπαδούς του ρουσφέτια και στα στελέχη του εξουσία; Χωρίς τη δίψα για δύναμη και τις προσδοκώμενες απολαύσεις από τη νομή της εξουσίας, πώς θα μπορούσε να υπάρξει σήμερα πολιτικό υποκείμενο; Ορισμός της πολιτικής δεν είναι ίσα-ίσα ο αγώνας για την εξουσία;
Αλλά αν δεν υπάρχουν άνθρωποι με ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τα κοινά, περιττεύει κάθε συζήτηση για τον δυισμό πνευματικού και πολιτικού. Σε μία τέτοια βάση κάθε έκκληση για «πολιτική ανανέωση» στερείται σοβαρότητας, είναι επικίνδυνη και πρέπει να μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Αν φυσικά πιστεύουμε σε «άλλο σύστημα πατρίδος». Χωρίς κοινωνικά υπαρκτές μορφές κοινοτικής συλλογικότητας, κάθε καλοπροαίρετη παρέμβαση στο πολιτικό πεδίο είναι αδύνατο να αποφύγει τον μετασχηματισμό στο αντίθετο της.
Ο δυισμός δυναμοκεντρικής και τριαδικής συλλογικότητας, Πολιτικής και Ιδεολογίας, ομόλογος της διάκρισης μεταξύ πραγματικού και ιδανικού, δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί. Ή θα υπερβαθεί προς την κατεύθυνση της τριαδικής προοπτικής ή θα «εξαλειφθεί» με την εκπόρνευση της Ιδεολογίας. Επομένως για να φτάσουμε στην αποκατάσταση της ενότητας πολιτειακού κοινοτισμού και τριαδικής οντολογίας, θέμα που μας απασχολεί σε τούτο το κεφάλαιο, προϋποτίθεται η επαναυτονόμηση της Ιδεολογίας, έναντι της Πολιτικής, και η δημιουργία της ανάλογης κοινωνικής-οντολογικής βάσης, που θα ήταν ικανή να καθορίσει ένα άλλο πλαίσιο για την Πολιτική. Χωρίς τη μετάβαση από την ταύτιση στον διαχωρισμό τους, δεν είναι δυνατή η εμφάνιση μίας άλλης Πολιτικής. Βεβαίως η σχετική αυτονομία των δύο επιπέδων καθορίζει την ανάγκη για παράλληλη ανάπτυξη ιδεολογικών και πολιτικών παρεμβάσεων, αλλά είναι σαφές ότι το κέντρο βάρους πέφτει στην ιδεολογική πλευρά. Η επανασύνδεση με την τριαδική παράδοση είναι όρος για να ξαναβρούμε τον πολιτειακό κοινοτισμό.
3. Σύνοψη
Η τριαδική πρόταση, ως ενότητα προσωποκεντρικής οντολογίας και πολιτειακού κοινοτισμού, είναι η απάντηση της ελληνικής παράδοσης στην κρίση του πολιτισμού της Νεωτερικότητας.
Η πρόταση αυτή βρήκε μία αποσπασματική και για τούτο ανεπαρκή πραγματοποίηση, στην ελληνική ιστορία. Ο αρχαίος Ελληνισμός ανέπτυξε τον πολιτειακό κοινοτισμό, αλλά χωρίς την προσωποκεντρική οντολογία. Ο βυζαντινός Ελληνισμός προσέγγισε την προσωποκεντρική οντολογία, αλλά στα πλαίσια του πολιτειακού δεσποτισμού. [14][47] Στη νεώτερη εποχή ξαναβρίσκει, μέσα από την πάλη ενάντια στον ραγιαδισμό, μία ανανεωμένη μορφή πολιτειακού κοινοτισμού, αλλά η διανόησή του είχε ήδη ενταχθεί σε δορυφορική τροχιά γύρω από τον ανερχόμενο νεωτερικό πολιτισμό. Έχασε έτσι και τις δύο κατακτήσεις του: τον πολιτειακό κοινοτισμό και την οντολογία του προσώπου.
Μιλάμε επομένως για μία πρόταση που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Δηλαδή το ιστορικό της περιεχόμενο παραμένει εισέτι ζητούμενο.
Σημειώσεις
1 Το κείμενο αυτό είναι παρμένο από το τελευταίο κεφάλαιο 5.2 Ιδεολογία και Πολιτική του έργου του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα Η έκλειψη του Υποκειμένου (σ.295-308. Αρμός Αθήνα 2001β).
2 [37] Δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν π.χ. αυτό που έλεγαν ό Σολόβιεφ και ό Μπερντιάγεφ, ότι δηλαδή και το χειρότερο λαϊκό επαναστατικό κίνημα είναι χριστιανικότερο από την καλύτερη χριστιανική αυτοκρατορία. "Υπήρξε περισσότερη χριστιανική αλήθεια στα απελευθερωτικά κινήματα παρά στις θεοκρατίες της ιστορίας" (Ν. Μπερντιάγεφ, Δοκίμιο εσχατολογικής μεταφυσικής, Imago, Αθήνα 1984, σ. 331).
3 [38] Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, ό.π.
4 [39] Εσωτεριστικές αλλοιώσεις είχαμε στον αιγυπτιακό και τον συριακό μοναχισμό υπό την επίδραση του Ωριγένη, του νεοπλατωνισμού και του γνωστικισμού. Προσωπικότητες όμως όπως ό Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο Μέγας Βασίλειος, ό Μάξιμος 'Ομολογητής, απομάκρυναν τον μοναχισμό από τον δρόμο του αρνησίκοσμου μυστικισμού. Αυτά για το Βυζάντιο. Στη νεώτερη 'Ορθοδοξία οι παλιές εξαιρέσεις φαίνεται να γίνονται κανόνας. Κυριαρχεί ό ατοιιικισμός και η αδιαφορία για τα κοινά. 'Η ψυχούλα μου να σωθεί κι ας γίνουν όλα τσιμέντο. 'Η τριαδική συλλογικότητα λειτουργεί ως πρότυπο μόνο σε κάποιες μοναστικές κοινότητες. Η κοσμική ενορία είναι εντελώς απρόσωπη και δεν θυμίζει σε τίποτα την εκκλησιαστική κοινότητα άλλων εποχών. Δεν γνωρίζει την αυθεντική συλλογικότητα. Στις σημερινές ενορίες η συλλογικότητα απλώς «ιερουργείται" ενώπιον ασχέτων ατόμων. Η Εκκλησία προσφέρεται σαν θεσμός παροχής θρησκευτικών υπηρεσιών, όπως και κάθε άλλος γραφειοκρατικός μηχανισμός του κράτους. (Πρβλ. κείμενα συλλογής 'Η Ενορἰα, Ακρίτας, Αθήνα 1992.) Οι ορθόδοξοι κατ' όνομα μόνον είναι τέτοιοι. (Όπως και οι κομμουνιστές, που είχαν καυχηθεί κάποτε ότι πήραν από τον αποστολικό χριστιανισμό τη σκυτάλη της κοινοτικής συλλογικότητας, για να την «υλοποιήσουν», και μάλιστα σε «ανώτερη μορφή».)
5 Ο όρος "κέλυφος" παραπέμπει στη διάκριση ιδανικού/πραγματικού, όπου στην πράξη το ιδανικό περιβάλλεται πάντοτε από ένα "κέλυφος" απωθητικής ψευτοπραγματοποίησής του, το οποίο κρύβει αυτό που στ' αλήθεια είναι το ιδανικό και μ' αυτό τον τρόπο το "εξουδετερώνει" ως μεταμορφωτική υποκειμενοποιητική δύναμη. Την προσφυέστερη διατύπωση του φαινομένου τη βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο, όπου ο Ιησούς καταγγέλλει τους φαρισαίους, ότι στέκονται μπροστά στην πόρτα της "βασιλείας" και ούτε οι ίδιοι μπαίνουν ούτε τους άλλους αφήνουν να μπουν! Και επειδή είναι "οργανικό" το φαινόμενο (της ειδικής αυτής "υποκρισίας" εκ μέρους των "στελεχών" (φαρισαίων) των παραδόσεων-φορέων διαχείρισης του ιδανικού) μας συμβουλεύει να λαμβάνουμε υπόψη μόνο τα λόγια τους και όχι τα έργα τους!... Το φαινόμενο του "κελύφους" είναι και η ερμηνεία του εκ πρώτης όψεως παράδοξου φαινομένου να γίνεται ο πιο αντιεξουσιαστικός λόγος (ο χριστιανικός) θρησκεία του ισχυρότερου-εξουσιαστικότερου πολιτισμού στην Ιστορία. Αλλά το ζήτημα αυτό είναι μεταξύ των πλέον "κεκρυμμένων από καταβολής"...
Ο όρος "Ιδεολογία" χρησιμοποιείται στο βιβλίο με διαφορετική έννοια απ' ό,τι στην καθομιλουμένη. Με κεφαλαίο γιώτα παραπέμπει στην "ιδεολογία εν γένει", η οποία παρεμβαίνει ως οιονεί "μεγάλο Υποκείμενο", το οποίο "εγκαλεί" τα άτομα ως "μικρά υποκείμενα": επώνυμα συγκεκριμένα πρόσωπα. Είναι το "πεδίο" (των ιδανικών, προτύπων, αξιών κλπ.) σε σχέση με το οποίο λαμβάνει χώρα η "υποκειμενοποίηση" του βιολογικού όντος, το οποίο γεννώμενο στον κόσμο καλείται "να γίνει άνθρωπος". Το "κατ' αλήθειαν ζην" ορίζεται, στη βάση αυτή, ως η "ιδεολογία της Ιδεολογίας", ήτοι η απαίτηση που (επί ποινή άρσης της υποκειμενοποιητικής έγκλησης) η Ιδεολογία θέτει στο υποκείμενο: να είναι οι πράξεις του συνεπείς προς τις αρχές της. Εφ' όσον υφίσταται υποκειμενοποιητική έγκληση, εφ' όσον υπάρχει πίστη, αυτό που πριν απ' όλα συζητιέται δεν είναι η αληθινότητα της αλήθειας αλλά η βίωση της αλήθειας - της όποιας ιδεολογικής αλήθειας (ιδανικού, προτύπων, αξιών). Αν δηλαδή επιτυγχάνεται, πράγματι, στην πράξη η μετατροπή του ατόμου σε "υποκείμενο" και δεν παραμένει μια πλασματική/ονομαστική υποκειμενοποίηση (π.χ. δημοκρατικός στα λόγια και φασιστικός στην πράξη). Επισημαίνεται, κατόπι, ο κατά κανόνα ισχύων στην πράξη "ιδεολογικός"/ψευδεπίγραφος χαρακτήρας της ιδεολογίας, η λειτουργία της ως "συμπληρώματος δικαίωσης" - αυτοδικαίωσης και τίθεται το κρίσιμο ζήτημα αν το υποκείμενο δύναται και υπό ποιες προϋποθέσεις, να υπερβεί την Ιδεολογία μέσω του "κατ' αλήθειαν ζην", πράγμα που θεωρείται εφικτό και συναρτάται με την "αληθινότητα" της υποκειμενοποιητικής αλήθειας. Η δυνατότητα αυτή επιτρέπει τη διάρρηξη του διπόλου κολεκτιβισμού/ατομοκεντρισμού. (Βλ. Έκλειψη του Υποκειμένου, σ. 235 κ.ε.) 
 7 [40] Ή ανάλυση αυτή είναι ακριβής, άλλα θεωρεί τον διαχωρισμό «φυσικό». Δεν αναρωτιέται γιατί συμβαίνει. Με αποτέλεσμα να μην μπορεί να λύσει το πρόβλημα της υπέρβασης του. Το γιατί συμβαίνει ο διαχωρισμός εξηγείται, όπως είδαμε στο γ' μέρος, από τη «φυσιολογία» της αλλοτρίωσης (της «πτώσης», κατά την παραδοσιακή ορολογία). Είναι η διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και το γνωμικό θέλημα ή τη «φυσική» και την προσωπική συνείδηση (πρβλ. Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Εθνος και Παράδοση, Μέρος ΠΙ, κεφ. 3) που την φωτίζει.
8 [41] Πρβλ. τον ύμνο του Λουί Αραγκόν στον Στάλιν. Ή του Γιάννη Ρίτσου στον Ζαχαριάδη.
9 [42] Πρόκειται για κάτι πεζότατο που μας διαφεύγει όταν κινούμαστε στο χώρο της κοινωνικής μηχανικής: Τα καθήκοντα του αρχιτέκτονα και τα καθήκοντα του εργολάβου δεν είναι φρόνιμο να ανατίθενται στο ίδιο πρόσωπο. Ο αρχιτέκτονας, που κάνει και τον εργολάβο, είναι ανίκανος να χτίσει. Ενώ ο εργολάβος, στον οποίο έχουν ανατεθεί και τα καθήκοντα του αρχιτέκτονα, είναι ικανός μόνο για εξαμβλώματα. Η πνευματική ηγεσία έχει τον δικό της ρόλο: Να κάνει τις γενικές συλλήψεις. Να επεξεργάζεται τις εναλλακτικές στρατηγικές και τα σχέδια, πάνω στα οποία θα εργαστεί ο εργολάβος της πολιτικής. Να ασκεί έλεγχο και κριτική στον εργολάβο, αν παρεκκλίνει από τα καθορισμένα σχέδια ή κλέβει στα υλικά. Και όχι γιατί «δεν έχει... εθνική στρατηγική». Σε μας οι σχέσεις μεταξύ πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας έχουν διαστραφεί: η πνευματική ηγεσία έχει καταδικασθεί σε στωική ή επικούρεια ιδιωτεία, ενώ οι εργολάβοι μας υμνούνται κυρίως για την αρχιτεκτονική τους μεγαλοφυΐα.
10 [43] Αυτή ήταν και η κοινωνική φιλοσοφία του μοναχισμού, στα όρια της ορθόδοξης οικουμένης. Κι αυτή είναι που κάνει επιθυμητή την ανάπτυξη του ορθόδοξου μοναχισμού και στην εποχή μας.
11 [44]. Η στάση αυτή χαρακτηρίζει την Εκκλησία ήδη από την εποχή του πρώτου χριστιανισμού: «Η στάση αυτή του αρχαϊκού Χριστιανισμού δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αδιαφορία για την ηθική στάση του κόσμου. Το κλειδί της κατανοήσεως της βρίσκεται για μία φορά ακόμη στον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τη σχέση της Ιστορίας με την εσχατολογία οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή υπήρχε μία έντονη προσδοκία του άμεσου τέλους της Ιστορίας. Στις επιστολές του Παύλου επιζεί ακόμη η κατάσταση αυτή και γι' αυτό το επιχείρημα του είναι πάντοτε ότι "ο καιρός συνελιγμένος εστί" και δεν υπάρχουν περιθώρια ηθικής αναμορφώσεως της κοινωνίας. Αλλά και όταν υποχώρησε αυτή η προσδοκία, η στάση του Χριστιανισμού παρέμεινε η ίδια. Η εξήγηση της στάσεως αυτής βρίσκεται στο ότι, όσο και αν αλλάξουν κοινωνικά τα πράγματα, ο κόσμος ποτέ δεν μπορεί να μεταβληθεί σε Βασιλεία του θεού ως αποτέλεσμα ιστορικών και μόνο εξελίξεων. Η Βασιλεία του Θεού έρχεται "ου μετά παρατηρήσεως" και χωρίς να την περιμένει κανείς, "ως κλέπτης εν νυκτί". Όταν η Βασιλεία του Θεού εισδύσει στην Ιστορία θα δημιουργήσει μία "κρίση", δηλαδή ένα ξεκαθάρισμα, πράγμα που προϋποθέτει ότι θα βρει στην Ιστορία μία όχι καλή κοινωνική κατάσταση. Έτσι το ότι ο "κόσμος" μισεί και καταδιώκει την Εκκλησία είναι κάτι το εντελώς φυσικό για τούς πρώτους χριστιανούς, που δεν θα αρθεί με καμιά προσπάθεια αναμορφώσεως του κόσμου. Η αρχική Εκκλησία πίστευε μόνο στο ότι η Ίδια ήταν στην εποχή της μία εικόνα της Βασιλείας του Θεού, όχι ο κόσμος όλος. Και ο ελληνορωμαϊκός κόσμος στο σύνολο του θα σωζόταν ή θα καταδικαζόταν με κριτήριο τη στάση του προς τη χριστιανική κοινότητα που καταδίωκε (Ματθ. 25)» (Ί. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός, η συνάντηση των δύο κόσμων», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ζ', Εκδοτική Αθηνών).
12 [45] Αλλά ας μην ξεχαστούμε. Δεν μιλάμε για τη σημερινή κρατοδίαιτη ελλαδική Εκκλησία που ταυτίζεται με το κράτος λόγω ακριβώς της απουσίας πραγματικά εκκλησιαστικών μορφών συλλογικότητας. Η απουσία τέτοιων μορφών την καθιστά τελείως ακίνδυνη, σε σημείο που ακόμα και οι κοσμοθεωρητικοί εχθροί της, οι πάσης φύσεως δυτικιστές, να είναι σήμερα υπέρ του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Η ταύτιση της Εκκλησίας με το κράτος χρησιμοποιήθηκε από τους δυτικιστές με σκοπό: α) Την καταστροφή του πυρήνα της παραδοσιακής κοινοτικής συλλογικότητας, που μας έκανε έναν κόσμο ριζικά διαφορετικό απ' αυτόν της καθολικής και προτεσταντικής Δύσης, με τον οποίο θέλαμε να εξομοιωθούμε. β) Την απόκτηση, από το έξωθεν και άνωθεν επιβαλλόμενο κράτος της Προστασίας, μίας εσωτερικής κοινωνικής βάσης, ενός κακέκτυπου «κοινωνίας των πολιτών», στο πρόσωπο της ευσεβιστικά πλαισιωμένης μικροαστικής τάξης των πόλεων. Ο παλιός, ελεγχόμενος από τα ανάκτορα, οργανωσιακός ευσεβισμός δεν υπάρχει πια. Είναι όμως καρκίνος που μάλλον έχει κάνει μετάσταση. Έχει εισχωρήσει στη δομή της ελλαδικής Εκκλησίας και μετατρέπει την Ενορία σε Οργάνωση, πού αναπτύσσεται σύμφωνα με τα ευσεβιστικά πρότυπα. Η απομεταρρύθμιση της ελλαδικής Εκκλησίας και η επιστροφή της στον παραδοσιακό δυισμό Εκκλησίας-Κράτους είναι προϋπόθεση για την αναγέννηση της.
13 [46] Για να καταστήσω σαφέστερο τι εννοώ, επικαλούμαι και τη μαρξιστική διατύπωση του ίδιου προβλήματος: «Πολιτική παρέμβαση» σημαίνει «παίρνω θέση» στα ζητήματα που αναδεικνύει η ταξική πάλη. Παίρνω το μέρος μίας τάξης. Δεν δημιουργώ εγώ τις τάξεις ούτε την ταξική πάλη. Εκεί όπου δεν υπάρχουν καν «προλεταριακές πρακτικές», εκεί που υπάρχει μόνο διαπάλη μεταξύ παρασιτικών συμφερόντων, δεν νοείται σοσιαλιστικό κίνημα.
14 [47] Λαμβάνοντας υπόψη μεταγενέστερες μελέτες ο συγγραφέας έχει αναθεωρήσει εν μέρει τη θέση αυτή. Γράφει: <<Ως υπερπολεοτική μορφή Οικουμένης το Βυζάντιο καταλαμβάνει μια θέση εννοιολογικώς υπερκείμενη του «Έθνους». Δεν είναι, δηλαδή, πολιτειακή οντότητα συγκρίσιμη με τις προνεωτερικές-προεθνοκρατικές δεσποτικές οντότητες: της Ανατολής ή της φεουδαρχικής Δύσης. Δεν είναι «αυτοκρατορία». (Ο όρος «αυτοκρατορία» αναφέρεται σε πολυεθνικά κράτη, όπου ισχύει η διάκριση κυρίαρχου έθνους / κατακτημένου έθνους. Παράδειγμα: το ρωμαϊκό κράτος αμέσως μετά την κατάκτηση των ελληνικών χωρών. Όταν η διάκριση αυτή καταργείται, με την δικαιοπολιτική εξίσωση των συνιστωσών εθνοτήτων, παύει να είναι «αυτοκρατορία» στην κυριολεξία.) Ούτε είναι συγκρίσιμη με τις «εθνικές» οντότητες: τις δικές της καταγωγικές-πολεοκρατικές ή τις μεταγενέστερες νεωτερικές-εθνοκρατικές. Βρίσκεται σε μια ανώτερη τυπολογικώς και ανθρωπολογικώς βαθμίδα εξελίξεως, χωρίς ακόμη αντίστοιχο στην Ιστορία. Το Βυζάντιο θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με ό,τι θα έφτιαχνε η Νεωτερικότητα αν κατόρθωνε να λύσει το πρόβλημα της οικουμενικής Αρχής.>> (Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ο σύγχρονος μηδενισμός σ.183. Αρμός Αθήνα, 2008β.) Το "βυζαντινό" πολιτειακό παράδειγμα, παραμένει εισέτι μη εννοιολογημένο, ως προς τον δεύτερο όροφό του: στο πώς δηλαδή η βασιλεύουσα πόλη-κράτος είναι συνάμα οικουμένη-κράτος και πώς (και γιατί) οι σχέσεις της με τα λοιπά συστατικά πολεοτικά της κύτταρα (τα Κοινά), θεσμίζεται κατά αρχαϊκότερο (εξουσιαστικό) τρόπο απ' ό,τι αυτά τα ίδια στο εσωτερικό τους, τα οποία -ειρήσθω εν παρόδω- αποτελούν (κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο) "τροπολογίαν τινά των αρχαίων πολιτευμάτων".
πηγή: Aντίφωνο, Η έκλειψη του Υποκειμένου (σ.295-308.)

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

R.BOER:THEOLOGY AND THE EVENT: THE AMBIVALENCE OF ALAIN BADIOU

Πηγή: Heythorp Journal
Whoever enters into this text either abandons it or else grasps its movement and perseveres with it.1
A tension runs through the lucidly militant work of Alain Badiou. It takes various shapes, such as the tension between the rigorous ontology of mathematics and the structures of narrative, or between fiction and argument, image and formula, poem and matheme, or Anglo-American analytic rationalism and continental lyricism.2 However, the shape of that tension that interests me most is between the triumphant banishing of theology via mathematics and its perpetual recurrence in his thought. For all Badiou's efforts to dismiss theology as the philosophy of the ‘One’, for all his efforts to read Pascal, Kierkegaard or Paul as exemplars of the ‘event’ without buying into the belief system they purvey, for all his dismissals of the pious myth or fabulous core of Christianity, it seems as though he cannot avoid theology. The question then is whether this philosopher who is ‘rarely suspected of harbouring Christian zeal’3 may actually provide an insight or two into theology.
The texts on which I base my reading are Being an Event, the short book on Paul, Logiques des Mondes, especially the section on Kierkegaard, and parts of the disparate collection, Theoretical Writings.4 A rather formidable collection, to say the least. In what follows I begin by considering the absolute blockage of theology in Badiou's philosophy, specifically through his banishment of the One. And yet, despite his best efforts to seal his system against theology, it has an uncanny knack of returning. I am particularly interested in the way theology has a ghostly presence in what appears for all the world like a fifth ‘procedure of truth’ (alongside the four pillars of art, science, politics and love), in his enthusiastic affirmations of Pascal and Kierkegaard, and the play between fable and truth in his engagement with the apostle Paul.

1. BANISHING THE ONE

Badiou's effort to close down theology comes with the opening assertion of Being and Event that the one is not –l'un n'est pas.5 And since theology is the thought par excellence of the one, theology is thereby ruled out of order. Let us see briefly how he gets to this point. In saying that the one is not he seeks to overcome the philosophical problem of the one and the multiple, especially in the way it asserted the priority of the one and thereby created a problem of the multiple. Rather, for Badiou the multiple is, not the one. And the way the multiple, the pure multiple, steps to the fore is through the set theory inaugurated by Cantor and then perfected by Zermelo, Fraenkel, von Neumann and Gödel. Cantor's simple definition of the set –‘By set what is understood is the grouping into a totality of quite distinct objects of our intuition or our thought’6– establishes the fact that only multiples exist and not the one (except for the operation called ‘count-as-one’, that is, that one may count a set of multiples as one).
How does all of this have a bearing on theology? For Badiou, thought of the one, or indeed an ontology of the one, is the definition of theology.7 Of course, by the one he means a singular transcendence, for which ‘God’ is the usual term. Immediately we come upon a problem, one that Badiou will partly recognise a little later. That problem is as disarmingly simple as it is obvious: theology is by no means excluded to the zone of the one. If we take theology in a broader sense as the development of a distinct discipline that deals with the various ramifications and problems of a religion or of religious belief and practice, then I would point to the many polytheisms for which the multiple is the dominant category. And if we understand theology in its narrow sense as a distinctly Christian discipline with its own history, language and modes of argument, then even here we come upon a problem, namely the paradoxical Trinity. Here we find a complex interaction of the one and the multiple, for according to this doctrine God is both singular and plural, with neither permitted to dominate. As we will see, Badiou notes later that Christianity in fact avoids the problem of the one with its initial split between Two. It is a little problematic, then, that he will continue to connect theology with the one. His only targets end up being strict monotheisms, such as Judaism and Islam, as well as certain forms of Greek philosophy with their unmoved mover and prime cause.
For now, however, let us see how Badiou develops his argument. He goes on to wrest ontology itself from the arms of the one and thereby theology, placing it under the care of the multiple. This is a relatively simple move, for if the one is not and the multiple is, then the concern of ontology – as reflection on being – is the multiple. For Badiou, since it is mathematics that has banished the one and given us the multiple, then mathematics itself is concerned with ontology; or rather, mathematics is ontology. All of which means that one cannot shirk the necessity of mathematics in any philosophical endeavour, as Plato showed only too well.8
Mathematics, it would seem, provides Badiou with a thoroughgoing way to banish anything that even vaguely smells of theology from philosophy. Apart from the ban on the one and the claim that mathematics is the ontology of the multiple, there are two further steps in this argument. One of those is really a historicising move, where he suggests that theology is tied in with Greek concepts of finitude.9 When theology first becomes a distinct mode of thought – through the combination of Greek philosophy and biblical narrative – God fits into the whole scene as that which is beyond the known limit of finitude. This is really what ‘infinite’ means. Thus theology works perfectly well within a Greek framework of finitude, but once it encounters the discovery of a proper infinity (of the multiple) with Cantor, Zermelo and Fraenkel's discovery of set theory, it meets its own limit and is no longer viable. At this historical juncture, theology comes to an end.
A final step, which may be seen as the logical step beyond the previous historicising move, is to argue that mathematics absorbs God into its workings, thereby overcoming the divine. Badiou makes this explicit in a rather striking discussion of Spinoza: ‘God has to be understood as mathematicity itself’.10 Indeed, for Spinoza ‘God’ is really a place-holder for mathematics. Let us see how this happens. Spinoza's God or Substance is what Badiou calls the ‘count-as-one’.11 Now, this count-as-one is not the one, for the count-as-one marks a mathematical operation, namely the ability to say that a certain group of items constitutes one set. Thus, my bicycle, the statue of Lenin I found in Bulgaria, a 1951 baseball mitt, and Annie Sprinkle's Post-Porn-Modernist constitute the one set of things I can see right now. So, for Spinoza God marks an operation of counting as one a whole range of items, whether singular things or multiple individuals.12 Mathematics, then, consummates the death of God. Or rather, mathematics is the full realisation of what theology was able to glimpse in a glass darkly. If theology was once the queen of the sciences, Badiou would affirm the slogan of Karl Friedrich Strauss that now ‘mathematics is the queen of the sciences’.13
So we have reached the point where one of the most formidable materialist philosophers (a former Maoist, no less) writing today, systematically excludes any possibility of theology from philosophy and indeed political thought. And yet … for one who decisively breaks philosophy from its long and tortuous dance with theology, it is surprising how often theology or indeed God explicitly turn up in his works. Of course, I will now pick up those moments, exploring their implications not only for his own thought but for theology itself. We come across a scent on the breeze in the discussions of mathematics, and I deal with it first. Yet all that such a foretaste does is point me in the direction of the event, where there is more theology than we might have expected.
As far as mathematics is concerned, I am less interested in some of the more general problems – the tension between the intrinsic ontology of the Zermelo-Fraenkel system and the ‘forcing’ of Cohen that he needs to break through to the margins of that system,14 or the sense that the formidable code of formal language provides an impression of rigour, or his tendency to follow a ‘great men of the history of mathematics’ approach.15 Rather, I am much more interested here in the fact that mathematics bumps into theology every now and then. In fact, it does so at a rather telling point, with none other than the inaugurator of set theory and sometime theologian, Cantor.
For Badiou, Cantor is a curious figure, for he both makes the discovery that, according to Badiou, declares the end of the one and yet he uses his theory to take the path to God. Badiou finds this a wrong turn, for Cantor resorts to the absolute when a set becomes too large or cannot be conceived as a unity (the paradoxical multiple). In the face of this inability to see the totality of a set, he argues that such sets are absolutely infinite. From here it is a short step to God. In other words, when we reach the limit of a set we must postulate God outside the system, one who provides a deeper and more powerful consistency. For Badiou this is a mistake, although he gives various reasons for it.16 The first is that Cantor fails to see that with such an infinity we reach, rather than the limits of a set, the limits of language, the point at which language can no longer give an adequate description. But this won't get Badiou very far, since this argument has been used by more than one theologian to argue for God. So Badiou switches tactics and suggests that Cantor, perhaps through a loss of nerve, failed to see the radical implications of his discovery. Indeed, rather than the ‘folly of trying to save God’,17 Badiou argues that there is no need to postulate beyond the multiple an infinite supreme being who holds it all together. What if we allow the inconsistency of the pure multiple to be as it is? In this case, we simply don't need God, or the one. At one level Badiou is perfectly correct, for the set theory that Cantor inaugurated, which was then completed by Zermelo, Fraenkel and Gödel, is a closed system. It is, to use the term of Desanti, an intrinsic ontology that is sufficient unto itself, that simply cannot permit any contact with the margins.18 In this light, God is out of the question. Yet, towards the end of Being and Event Badiou himself comes to a problem very similar to Cantor's: how does the event break into the given multiples of set theory? Here he must make use of Cohen's theory of ‘forcing’ the break the boundaries of such a closed system. Perhaps Cantor saw more than Badiou grants him.
I did say earlier that this moment provides a first whiff of a deeper pattern in Badiou's thought, for theology somehow will not leave him alone. He may have killed off the one at the beginning of his story, but it continues to have a ghostly presence in his work. It haunts Badiou, particularly with his theory of the event.

2. THEOLOGY AND THE EVENT

The most well-known element of Badiou's philosophy, the canonical account of the event, goes something as follows. In the four realms of politics, art, love or science,19 an entirely chance, incalculable and unexpected event smashes its way into the status quo, which goes under various names such as Order of Being, the situation, or even the ‘there is’. The terms cluster heavily around the event, which Badiou also describes as a supplement to or excess of a situation, or as a subtraction from the ‘there is’. The catch is that the pure event – or rather ‘events’ since the event is a multiple and not a one – can never be apprehended directly. It can only be identified after it has happened by its consequences. If someone says, ‘that was an event x’, then that is a naming after the fact. Thus May '68, the words ‘I love you’, Galileo's discovery or Mallarmé's poetry are the always inadequate names of an event that had already taken place. They are traces of something that has abruptly happened and then passed. An event, therefore, leaves in its wake what Badiou calls procedures of truth, patterns of language and thought and action through which an event is identified – and thereby constituted – as a contingent moment. These patterns appear as the ‘illegal’20 naming of the event, the constitution of the subject as a result of the event, and an evental fidelity to which others are attracted. What an event does, then, is thoroughly rearrange the coordinates of the way things are. Like an earthquake or a tsunami, we can know that an event has happened through its effects. The ‘there is’ will never be the same as the result of the event, its identification and the truth procedures it generates. It really is a thoroughgoing philosophical elaboration of the category of revolution, or rather, it subsumes revolution within a much wider philosophical discussion. Indeed, for Badiou it is possible for something genuinely new to happen, against the adage from Ecclesiastes, ‘there is nothing new under the sun’.21
The ingenious thing about Badiou's theory is that philosophy is not one of the generic procedures or conditions of the event. Unlike art, love, politics and science, philosophy does not produce truth, nor is it the bearer of a truth. Should it do so, that would be a disaster: too often throughout its history, philosophy has tried to pass itself off as art, as the means of love, or as politics, or indeed as a science. Truth, therefore, should not be detained and imprisoned by philosophy. Rather, task of philosophy is what I have just outlined: to discern the procedures of truth generated by events. Philosophy's proper role comes after the fact of an event, grasping and organising the procedures of truth. It does not produce truth in and of itself.
Theology, it seems, is nowhere to be found, at least according to this canonical presentation (one that has been propounded time and again by Badiou himself, let alone his interpreters). However, there is more to the event and its procedures of truth than may at first appear to be the case. Indeed, I want to run against this received text of Badiou's thought and argue that he himself opens up a space for theology. There are three moments in such an argument: a ghostly presence of a fifth procedure of truth that is nothing other than theological; an explication of that procedure by means of Pascal's advocacy of the miracle; and then the opening up of the possibility that truth itself, as a result of the event, is just as much concerned with fable or myth as it is with any propositions of truth. These three moments constitute the real test, for Badiou attempts to read Christianity, Pascal's Pensées and the letters of Paul, especially the epistle to the Romans, in a thoroughly secular manner, as a source of political insight.22 In other words, I want to suggest that theology cannot be banished all that easily from Badiou's thought.

3. A GENERIC PROCEDURE OF RELIGION?

Among the classic four conditions or ‘generic procedures’ of truth, theology seems to be far from the scene. It was thus with some surprise that I came across a few pages in Being and Event where religion, or more specifically, Christianity, does indeed seem to join the other generic procedures. Badiou does not say so directly, but by a repeated series of examples Christianity becomes part of the group.
The context of this underhand appearance of theology is his discussion of the ‘theory of the subject’ (a reconsideration of his early book by the same name). Here he deals with the themes of subjectivisation, chance, nomination and forcing. In brief, subjectivisation designates the way a ‘subject’ appears as a result of an event, chance designates the way a truth unfolds after an event (or the way the ‘procedures of truth’ develop), nomination is the process in which the subject names the event and certain features associated with it, and forcing speaks of the way those names expect some future fulfilment (they ‘will have been true’, as the future anterior would have it).
In order to ground these theoretical distinctions and steps, Badiou sprinkles his discussion with a number of repeated examples. As far as subjectivisation is concerned, he mentions ‘…, Lenin for the Party, Cantor for ontology, Schoenberg for music, but also Simon, Bernard or Clair, if they declare themselves to be in love’.23 Let me state the obvious: these are the realms of politics, science, art and love – the four generic procedures of truth. Now let me fill in the ellipsis: ‘Saint Paul for the Church, Lenin for the Party, Cantor for ontology, Schoenberg for music, but also Simon, Bernard or Clair, if they declare themselves to be in love’.24 It seems as though we have a fifth procedure of truth, one that comes at the beginning of the list. In case we might think that this is an isolated occurrence, I provide the rest.
So Badiou goes on to point out that each moment of subjectification also makes a subjectivising split between ‘the name of an event (death of God, revolution, infinite multiples, destruction of the tonal system, meeting) and the initiation of a generic procedure (Christian Church, Bolshevism, set theory, serialism, singular love)’.25 As he proceeds, Badiou uses various combinations of these examples, such as the evental site for the first Christians in Palestine or Schoenberg's discovery in the symphonic universe of Mahler,26 or the production of names that trail an event, asking us to think of ‘“faith”, “charity”, “sacrifice”, “salvation” (Saint Paul); or of “party”, “revolution”, “politics” (Lenin); or of “sets”, “ordinals”, “cardinals” (Cantor)’.27 In order to hammer the point home, one more example, now with the category of ‘forcing’:
That such is the status of names of the type ‘faith’, ‘salvation’, ‘communism’, ‘transfinite’, ‘serialism’, or those names used in the declaration of love, can easily be verified. These names are evidently capable of supporting the future anterior of a truth (religious, political, mathematical, musical, existential) in that they combine local enquiries (predications, statements, works, addresses) with directed or reworked names available in the situation. They displace established significations and leave the referent void: this void will have been filled if truth comes to pass as a new situation (the kingdom of God, an emancipated society, absolute mathematics, a new order of music comparable to the tonal order, an entirely amorous life, etc.).28
It is a quite a collection: ‘Saint Paul for the Church’, ‘death of God’, ‘Christian Church’, ‘Palestine for the first Christians’, ‘faith’, ‘charity’, ‘sacrifice’, ‘salvation’, ‘religious’, and ‘the kingdom of God’. To all appearances, it would seem as though we have a fifth generic procedure of truth – the theological – alongside the four of art, science, politics and love.
I am not quite sure what to make of all this. Is this a remnant of an earlier draft in which religion was present, only to be excised rather imperfectly from the collection at the final stages? Or is it perhaps an unconscious recognition that due to his use of Paul and Christianity they really constitute another generic procedure? What I do know is that this ghostly presence opens up the possibility for religion – it is actually theology – to play some role in Badiou's thought, no matter how much he may wish to banish it.

4. PASCAL'S MIRACLE

So let us see how this ghost haunts Badiou's text. The signal moment where theology takes on all the trappings of a procedure of truth is in his treatment of Pascal, which now makes a good deal more sense after I came across the pages I have just mentioned. In short, Pascal's attraction for Badiou is that through his championing of the miracle he points to the evental kernel of Christianity itself.
There is of course a slightly longer answer as to why this intense Jansenist attracts Badiou so. Badiou writes that although he is ‘rarely suspected of harbouring Christian zeal’, what he admires so much about Pascal is that he goes ‘against the flow’ (à contre-courant), that he does not go the way of a weak and sceptical world, holding out instead for the possibility of changing the world itself. In other words, Pascal (like Paul) is committed to the ‘militant apparatus (dispositif militant) of truth’29; indeed, he writes and acts (again like Paul) as a militant himself. It does help matters that Pascal was quite a mathematician and sprinkles his Pensées with the word ‘truth’.
Why is Pascal at odds with the world? It is not because he simply rejects the world and retreats into solitude in despair. This was indeed the position of some of the Jansenists. Nor is it because he falls back on what appears on a first read (which is indeed my own experience) to be the most reactionary and credulous of positions – belief in miracles, the church's doctrines, the prophecies, and so on. No, the reason lies in a much more difficult path. And that is the effort to find some connection between two stern dialectical extremes: one is the radical assertion of the truth of a miraculous Christianity, and the other is the equally radical embracing of the rush of modern developments in science and mathematics to which he made a few signal contributions himself. The connection he seeks is not via some accommodation to the world, watering down Christianity in the process. Rather, it is through a radical and dialectical affirmation of both. This is why Pascal prefers to address the staunch atheist rather than any lukewarm believer who has made a home in the world. At this point we find two of his central means for bringing the dialectic into play – the miracle and the wager.
I will say a little more on the miracle as intervention, the evental truth of Christianity (in Badiou's opinion), and the wager before focusing on a curious vacillation, namely Badiou's switching between speaking of the ‘event’ of Christianity and the ‘emblem of the event’.
As for the miracle, Badiou embraces Pascal as follows: ‘the miracle … is the emblem of the pure event as resource of truth’.30 Pascal, after all, holds that ‘all belief rests on miracles’ (toute la créace est sur les miracles).31 What Pascal does for Badiou is provide an intricate instance of the workings of the intervention, which boils down to the line – the diagonal of fidelity – that connects a previous event to the next. It does not lead one confidently to expect an event, nor does it allow one to calculate when and how it will happen; what it does is to establish a continuity from the previous event to this one so that it becomes possible to intervene in a situation when a new event happens. Or in Badiouese, fidelity to the first event opens up the possibility of the next without making it necessary. What it does is enable those who are faithful to the first to decide a new event has occurred, intervene accordingly and name it as their own. Indeed, in light of the new event, the truth of the first event is clarified.32
This is precisely how miracles work, at least in Badiou's reading of Pascal. They provide that crucial diagonal line of fidelity from the prophecies of Christ's coming (suitably interpreted in an ambiguously Christian and typological sense33) to the ‘event’ of Christ's death and resurrection. Even more, they set up the possibility of the third event in the sequence, the Last Judgement. Add the faithful avant-garde (the ‘spiritual’) as the custodians of the event and we have our agents of decision and intervention in the new event. By the time we get to the Paul book, Badiou will argue for the form of such a sequence – event, fidelity and intervention. But that is not his take here. Rather, what we have is a translation into Badiou's schema of the classic theological narrative of history.
Now, this is where it all becomes quite interesting, for when he shifts from his discussion of Pascal to Christianity as such, Badiou comes out in favour of certain features of Christianity insofar as they exhibit his own theory. Or, as he puts it, ‘All the parameters of the doctrine of the event are thus disposed within Christianity’,34 although they are muddied with an ontology of presence. So let us see what the these elements of the event look like once the waters have cleared. The main event is none other than the passion – the suffering, torture and death – and resurrection of Christ, and Badiou has no qualms calling it an event on a number of occasions. Further, it takes place in what Badiou calls a ‘site’, namely the Jewish background and the fact of human life at the edge of the void (marked by suffering and pain), and a ‘situation’, which is none other than the incomprehending and embarrassed state (the province of Palestine and the Roman Empire) that treats this Jesus as yet another nuisance agitator. So far, so good, for all this is rather conventional terminology for Badiou, although it does have the clear point that Christianity is at its roots a revolutionary and militant movement.
Until this point we have been in what might be called the story of Jesus of Nazareth – the ‘historical’ story of a political revolutionary that is standard fare among Christian Socialists, as well as a political and liberation theologians. But now Badiou shifts gear and drives full speed into theological doctrine. On the way he links his discussion of Pascal to the creedal affirmation of the three points of what is nothing other than salvation history: the Christ-event is the fulcrum of two other events – the original sin of Adam and the Last Judgement.35 This is a curious move on a number of counts. Badiou really produces a sleight of hand here, since he moves from what might be regarded as the historical Jesus to a distinct theory of history. Indeed, he asserts that there is an ‘essential historicity’36 about this periodisation in terms of original sin/Christ-event/Last Judgement. This phrase –‘essential historicity’– is nothing but ambiguous. Does it mean that Christianity is based on verifiable historical events such as the resurrection of Christ? I suspect not. Perhaps he means that this schema moves in a line from beginning to end rather than in some circular, agricultural pattern? If so, then it is neither original nor correct. Is it the case that Christianity and especially the Bible break with myth? Once again, not an orginal point and hardly justifiable, for this schema of history is also a mythical pattern. Indeed, it is not so much a biblical pattern, for the Bible is far too diverse for such a uniform view of history; it is a theological extraction of certain elements from the Bible to give us such a schema. What about the point that any idea of history is heavily ideological and schematic? Then of course Christianity has an ‘essential historicity’, but then so does any other schematic story of how things have come about and where they will go. At the heart of this point concerning the historicity of Christianity lies, I suspect, the need for some historical kernel in order to link it with his theory of event and truth, for they indeed must be ‘historical’.
Not his strongest point, it seems. Badiou goes on to stress the way these ‘events’ provide both a pattern of fidelity from one event to the next and the possibility of intervention in a situation by the avant-garde or ‘faithful’ in light of this fidelity. We have seen this argument in relation to Pascal, so I will not dwell on it here. Rather, what is far more interesting is his point that Christianity avoids the trap of the one. As we saw earlier, Badiou has pronounced the end of the one, banishing it to the nether darkness where there is much gnashing of teeth. Even more, he will again and again connect theology with the one: all talk of theology is talk of the one, and for this reason theology is no longer viable. Yet here he gets Christianity off the hook, if only partially. He writes:
The ultimate essence of the evental ultra-one is the Two, in the especially striking form of a division of the divine One – the Father and the Son – which, in truth, definitively ruins any recollection of divine transcendence into the simplicity of a Presence.37
I hardly need to point out that this is nothing but a theological point, honed in the intricate debates of the first centuries when Greek philosophy was harnessed to the biblical stories. But what it does is reveal the deep problem that attaches to Badiou's elision of the one with theology, and that problem is none other than the ‘nonsense’ of not merely the split between Father and Son, but the Trinity itself. My earlier objection that not all religions have an ontology of the one also applies to Christianity, for here is a curious multiplicity at the heart of the one.
I am no great admirer of the doctrine of the Trinity, but what is fascinating is the way it allows Badiou to retrieve Christianity – understood in his own way – into his theory of the event. It works even better because of the incarnation: this earthy presence simply ruins any notion of divine transcendence. For one who asserts the end of transcendence (inextricably tied up with the one) in favour of immanence, this is good news indeed.
What we have, then, is a bold appropriation of two dimensions of Christianity into Badiou's philosophy: the event of the revolutionary Jesus of Nazareth and his death, and the evental schema of Christian theology, with the bonus of sidestepping the one and transcendence. Like others, I get the impression every now and then that the examples – such as Pascal and Christianity – of the event and his truth are rather neatly moulded to fit the over-arching philosophical framework. But what are we to make of all this?
Badiou seems to have come rather close to affirming Christianity, at least as an authentic case of the event and its truth procedures. However, just when it seems as though he has paid his dues and received his membership card, he opens up an escape route or two – one via the suggestion that the Church has betrayed its fidelity to the event, another via Pascal's wager and a third through a vacillation over the authenticity of what he calls the ‘Christ-event’. He is, after all, not noted for his ‘Christian zeal’.
To begin with, he dabbles with the possibility that the Church has betrayed the initial event, that it is no longer characterised by fidelity to the event that it claims as its own founding moment. The problem lies with a faulty ontologisation, for the Church seeks to contain the effects of the event (such as fidelity) within its own domain by means of transcendence. In my terms, by referring to God, the Church tries to limit the possibilities generated by an interruption. The most telling examples are heresies: if you can't absorb them, burn them. Or, in Badiou's terms, the Church limits the set of multiples to the flock of the Faithful. It does so by positing transcendence as the maximal point and by locking everything into a hierarchy in which there can be no further errancy. Thereby, like communism and classical metaphysics, it effects a closure to thought.38 This argument is all very well, but all it does is present in new garb the tired old argument that the Church, or indeed the various churches, have lost touch with, or betrayed, or prostituted, the authentic moment of Christ and the early Christian movement. There are as many variations on the nature of the betrayal (Emperor Constantine the Great, the split between East and West, the venal popes before the Reformation, those wayward churches that ordain women and gays) as there are theories of what the authentic original moment actually was (an existential Jesus who calls us to faith, a revolutionary Jesus, a morally pure movement, and so on). It is no surprise, then, that Badiou makes relatively little of this argument from betrayal.
A more viable escape hatch opens up via his treatment of Pascal's wager. Initially it poses few problems for Badiou (he leaves its treatment until last39). However, if we peer a little closer, he makes two curious moves: he switches from ‘wager’ (pari) to ‘choice’ (choix) and then he opts implicitly for what he sees as the libertine's choice. Now, despite Badiou's impression that choice and wager are interchangeable, choice is a little different from a wager. Pascal argues that one cannot avoid making a wager on Christianity, and that the best wager is one for infinity itself. Yet, if we shift the terminology to choice, the immediate effect is a greater certainty: one may choose clearly and decisively one way or another. Indeed, Badiou later makes choice, of which Kierkegaard is a model, a central feature of his Logiques des Mondes.40 So we find Badiou arguing that since the event is itself undecideable one must of course make a choice.41 Indeed, once an avant-garde of true Christians have decided that Christ was the crucial event, then one cannot avoid making such a choice. The catch is that one need not make their choice, for the option of the libertine – Pascal's chosen interlocutor – is also possible, namely to choose not to buy into that event and its consequences. If we replace each ‘choice’ or ‘choose’ in the preceding few sentences with ‘wager’ or ‘bet’, the whole sense shifts to far greater uncertainty. Why the shift? I suspect that the reason lies in Badiou's own certainty; he certainly does not wager that the one is not, that God is dead and that theology has no content. No, of this he is certain; it is a truth and he has chosen so. For that reason, he can side with the libertine: ‘I am forced to wager [read: choose] … and I am made in such a way that I cannot believe’.42
A new problem arises in light of his choice not to buy into this event, as well at its truth and fidelity. Is it a real event? Is it true? It seems to have the form or an event, but Badiou cannot assert that it is a genuine event – unlike the French Revolution, or the Russian Revolution, or Cantor and Cohen's discoveries in mathematics, or indeed falling in love. Is it a semblance or a pseudo-event, such as the Nazi takeover of power in Germany, or perhaps the attack on on the World Trade Center on 11 September, 2001. These have the form of events – nothing will ever be the same! – and yet for Badiou they cannot be genuine events.43 It seems as though it is neither. He would be loathe to put Pascal and Christianity in general in the same boat with the Nazis or the neo-conservatives in the USA, and yet he will not assert the truth of this Christian event.
For all its affronting boldness, this claim for Christianity really lies in no-man's land, a vacillation between the event and the semblance of an event. This vacillation rises to the surface if we look awry at Badiou's word choice. On the one hand, Badiou writes of the ‘event’ at the heart of Christianity ‘that is the death of God on the cross’.44 He will occasionally even use the term ‘Christ-event’, l'événement-Christ. On the other hand, he speaks of the miracle as the ‘emblem’ (l'emblème) of the pure event or as the ‘symbol’ (symbole) of an interruption.45 The effect of both terms is to put some distance between the miracle and the event. Let me follow the path of emblem first. He uses ‘emblem’ again when referring to the Cross, this time as a synonym for naming the truth of the event of Christ's death and resurrection that establishes – for the Christians at least – that he is indeed the Messiah.46 Now, this is a tell-tale move, for the lining up of both the Cross and the miracle as ‘emblems’ of the event merges them together. The initial impression is that Badiou has acknowledged the connection of Christian theology: the Cross is the central miracle of the Christian proclamation. The other miracles, of healing, of the multiplication of the loaves and fishes, of the water into wine, are supports for this one great miracle. However, implicit in this connection is a double move on Badiou's part that shifts the miracle imperceptibly away from the event. To begin with, it seems that for most of the argument the miracle is another term for the event. Is not that which breaks into our mundane, everyday existence in an unexpected fashion precisely the miracle? This would be one step too far, for Badiou does, after all, affirm the libertine's response that he is made in such a way that he cannot believe. So we find the next move, namely to designate the miracle as an emblem of the event, just like the Cross. In this shift, the miracle is no longer on par with the event; rather, it is one move away, as its emblem or name.
Now his other term, ‘symbol’, comes into its own. Although it overlaps somewhat with emblem in French, there is much that lies beneath it. It too shifts the miracle away from the genuine event: the miracle functions as a symbol that may point to the event (in the same way that the Bible, according to some interpretations, is a symbol that points to God). The trick here is that the symbol is not the thing itself. Thus, the miracle may be a symbol of the event but it is not the event itself. There is a further connection with the French symbole, for is used not merely to designate a symbol, but it is also used for ‘creed’ as in symbole des apôtres and symbole de saint Athanase– the Apostles Creed and the Athanasian Creed.47 I assume Badiou is aware of these connections; indeed, it enables him to shift the miracle into the realm of a creed that one can assert or deny.
For all Badiou's affirmation of the militantly unconventional Pascal, for all his assertions that Pascal's thought gives an insight into the event-based nature of Christianity, he leaves the question very much in limbo. Is the ‘miracle’ of the death and resurrection of Christ an event that Christians name as such and to which they are faithful? Or is the miracle an emblem or symbol, a creedal statement to which one may say, thanks but no thanks? This vacillation becomes much sharper in his discussion of Paul, the one who is far more of a radical, a far greater revolutionary than Pascal.48

5. KIERKEGAARD'S ENCOUNTER

Before turning to Paul, I pick up Badiou's engagement with a theological comrade of Pascal, namely Kierkegaard in the recent Logiques des Mondes.49 Here too we find an ambivalence, for despite Badiou's systematic translation of Kierkegaard's radical encounter with God into the terminology of a revamped theory of the event, he will not buy into Kierkegaard's explicitly Christian content. In fact, he finds that Kierkegaard's search for a path to God, along with his heavy reliance on the religious ‘sphere’ (the other two are the ethical and aesthetic), waters down the full realisation of Kierkegaard's insight.
The only surprise of Badiou's engagement with Kierkegaard is that it comes so late. It seems to me that the inner encounter, the radical disruption of coming face to face with God and the decision called for, all seem like the parts of a classic instance of the event. I would go so far as to say that the whole theory of the event has a deeply existential feel about it. After all, God's radical interruption in Kierkegaard's system is as unexpected, undeserved and unaccountable as the event itself.
Systematically throughout his discussion, Badiou points to the correspondences with his own theory, although that theory now has the elaboration of what he calls the ‘point’,50 which turns out to be both the absolute choice generated by the irruption of the event and the localised place in which it happens. For Kierkegaard, the point is nothing other than the absolute choice: ‘For Kierkegaard, the key to existence is nothing other than the absolute choice, the alternative, the disjunction without rest’.51 Other than this item, all the usual suspects turn up. Thus, the paradox of the encounter with eternity in a moment in time is nothing other than the specific and contingent moment of the event and its truth. The process of Christian subjectivisation in that encounter may be read as Badiou's theory of the subject. The identification of truth that comes only from a radically inward gesture for Kierkegaard all too easily lines up with Badiou's procedures of truth that follow an event. In short, for Badiou the moment of the impossible intersection between eternity and existence generates the crucial possibility of choice, which is the point where the subject of truth emerges.
It would seem that Kierkegaard, like Pascal, is another embodiment of that ghostly theological procedure of truth that I traced a little earlier. Indeed, Badiou feels that Kierkegaard's position is close enough to his own, mentioning ‘the Christian paradox (which is for us one of the possible names of the paradox of truths)’.52 And Kierkegaard, writes Badiou, thinks and understands ‘as we do’ (comme nous).53
Yet, despite the delicious scandal of this self-professed atheist lining himself up with some like-minded theologians, Badiou still holds himself back. He concludes the section on Kierkegaard by pointing to the limits generated by the latter's Christian commitment. The attachment to the highest religious sphere, the dependence on God, the need for repentance and reliance on God's love, the fact that the choice itself is weighted in favour of God – all of these lead to the despair of the being who is not absolute. Let me pick up my earlier comment concerning choice in my discussion of Pascal: implied in Badiou's assessment of the limits of Kierkegaard's thought is the possibility of another choice, however much Kierkegaard may seem to weigh it in God's favour. Should Kierkegaard free himself from the paraphernalia of Christian doctrine (the content of the religious sphere), then he would indeed find himself with Badiou's own conclusions. In other words, like Cohen, he has taken a wrong turn, thereby vitiating his insights.

6. PAUL'S FABLE

Now, at last, it is Paul's turn. What interests me about Badiou's analysis of Paul, apart from what I take to be a fascinating but unwitting Calvinist flavour, is the way the event that lies at the core of Paul's truth claims is inextricably tied up with a pure fable. Indeed, Paul's central proclamation is that Christ has been raised, a claim that he produces whenever possible.54 Paul identifies the truth-event of Christ's resurrection only after the fact, only in his outright militancy, in occasional pieces written on the run (the epistles). But the event in question, the resurrection, is for Badiou pure fable or mythological core; it has no verifiable or historical truth.55 However, what draws my attention in Badiou's book on Paul is a comment barely made: the resurrection is not merely a fable, but a necessary fable.
At this point, we need to introduce a distinction: the ‘event’ in question should be designated a fiction and the ‘truth’ concerning it is actually a ‘fable’. So we end up with parallel sequences: event-truth is parallel with fiction-fable. Indeed, Badiou himself insists on this distinction, arguing that in the realm of religion we necessarily deal with fiction and fable. Thus, when we are dealing with religion, the event has the structure of fiction. Even though it is named as an event, even though it produces all of the procedures of truth, even though we find people who act in fidelity to the event, the event itself must be fiction. And so we would expect fable to play a central role in formulating and determining the ‘truth’ of the event – as for instance in political movements such as the one around Thomas Müntzer. By contrast, in other cases, such as May '68 or the Chinese Revolution, the event has the structure of fact, so there is no room for fable.56
For all its neatness, the distinction is not as clear as it first appears. It all seems straightforward: if one can know an event only by the truth that declares and names it, then the same applies to the fable in relation to fiction. Yet, how does one know we are in the realm of fact or fiction? We cannot rely merely on the word of those faithful to the event in question, for they will claim that it really happened, whether that is May '68 or the resurrection of Jesus. If we bring in external criteria of verification (whatever they might be), then we introduce evidence that is inadmissible in the terms of the event itself – it is, after all, unexpected, unknowable and unverifiable. The distinction is further troubled by Badiou's argument in the Paul book that he is interested not in the content of Paul's fable, but in its form.57 This form exhibits a paradigmatic case of the procedures of truth. But then, just as with his discussion of Pascal, the boundaries between fable and truth blur even further. For if truth and fable have the same form, then there is even less to distinguish them.
So I would rather take the stronger line: it is not that truth procedures have some element of the fabulous about them, but that a truth is necessarily fabulous. Indeed, let me push Badiou here and argue that the very strength of Paul's central claim – that Jesus is resurrected – is that it is pure fable, that it is not tied to any element of the ‘earthly’ life of Jesus, or, more generally, any historical conditions or causes. It is not falsifiable or verifiable in terms of the order of fact, according to any of the canons of scientific or historical enquiry. And this fable of the resurrection has all of the procedures of truth in a paradigmatic fashion – the naming of the event as a truth, a militant movement characterised by fidelity and certainty. It seems to me that Badiou's Paul book reveals the truth of his position as a whole: a truth necessarily deals with the fable.
However, I have run on too far in my argument, neglecting to ask what should in fact be the prior question – what is a fable? In terms of genre, the definition is straightforward: a fable is a story that takes place in the world of animals, plants, or inanimate objects with a point to make about human society.58 However, I am intrigued by Badiou's use of the adjective ‘fabulous’, fabuleux, or indeed ‘element of fabulation’, point de fable,59 for they break out of the strict confines of the definition of fable I have just given. While ‘fabulation’ suggests the legendary and mythical, ‘fabulous’ moves beyond these associations to suggest the tremendous and extraordinary – all of which means that the story of the resurrection of Jesus is not a fable in the strict sense, it is both fabulation and fabulous, or, if you like, a myth. Indeed, the ‘fable’ of the death and resurrection of Jesus in Badiou's hands actually means myth.
It seems that for all Badiou's efforts to keep fable and myth under lock and key so that they will not taint the philosophical task of dealing with the event, truth, fable and myth constantly mingle and rub up against one another. The first instance comes, tellingly, from mathematics, Badiou's favoured mode of thought. I cannot help but notice that in a variety of texts Badiou broaches what can only be described as a fabulous wonder at the beauty of mathematics, precisely when he asserts the ontological priority of mathematics. Out of a number of such moments, those of Mallarmé and Fernando Pessoa (in the persona of Álvaro De Campo) stand out. As for Mallarmé, Badiou writes: ‘the injunction to mathematical beauty intersects with the injunction to poetic truth’.60 A brief poem from Pessoa is even more to the point: ‘Newton's binomial is as beautiful as the Venus de Milo. The truth is few people notice it’.61 It is not merely the oft-made observation that underlying Plato's rigorous philosophy lie the Orphic Mysteries, the music of the spheres and so forth, nor even that Plato struggles desperately with the quarrel between philosophy and art, resorting to images, metaphors and myths at the limit of thought,62 but that at the heart of the stark and courageous discipline of mathematics we happen upon a Platonic wonder at the beauty of mathematics.63 It reminds me of the mathematician, whose name escapes me, who was overcome with the beauty of the simplest of formulas. Is it perhaps a wonder at the fabulous – and here I take the word in all its nuances – nature of mathematics?
The second instance of fable's unavoidable presence follows from this first example. Let me put a question to Badiou: is mathematics the only way to identify the procedures of truth that follow the event? How might he respond?
I have always conceived truth as a random course or as a kind of escapade, posterior to the event and free of any external law, such that the resources of narration are required simultaneously with those of mathematization for its comprehension. There is a constant circulation from fiction to argument, from image to formula, from poem to matheme – as indeed the work of Borges strikingly illustrates.64
The play of oppositions is crucial here: narration and mathematisation, fiction and argument, image and formula, poem and matheme. And, I would add, myth and truth, as Plato's myth of Er the Pamphylian at the end of the Republic with all its ‘traps and birfurcations’65 shows only too well. Except that they are not so much oppositions as a series of points in a continual circulation, or perhaps an Adornoesque dialectic. So it seems that narration, fiction, image, poem and fable – all of these are as necessary for dealing with the truth of an event as are argument, formula and matheme.
What else would we expect from something that breaks into our everyday multiplicity? After all, the event is extraneous, unexpected and undeserved, operating at the edge of language and beyond. It is not for nothing that Badiou resorts to poetry, plays and fiction time and again, not merely in his own writing practice but also in speaking of the event. Indeed, just as speaking about the event takes place at the moment when ‘language loses its grip’,66 so also mathematics at times enters the ‘liminality of language’.67 Poetry is no different, for it signals the instance when language itself starts slipping: ‘Poetry makes truth out of the multiple, conceived as a presence that has come to the limits of language’.68 So also with the fable of the event that speaks its truth.

7. CONCLUSION: NECESSARY FABLES

Perhaps we can sum up Badiou's take on theology as follows: with the death of God at the hands of Cohen's set theory (even though Cohen himself argued in favour of God), theology turns out to be a distinct language that provides a paradigmatic instance of the event and its procedures of truth. We can see this model in the letters of Paul, the writings of Pascal and Kierkegaard, and indeed in the creedal statements of Christianity. Minus the divine referent – the transcendent one – there is no risk that we will buy into this pious fable.
At one level Badiou may well come under the suspicion of secularised theology that Adorno expressed so well,69 for the trace of the former theological use of a term or an idea is not excised so easily. However, there is a slight difference: Badiou does not so much seek to secularise theological concepts and processes as see them in terms of his own system. These concepts then become instances, fully decked in their theological garb, of the event and its truth procedures.
More to the point is the argument of this essay as a whole, namely that Badiou cannot quarantine his own system of thought from the implications of theology. By that I mean that the religious fable leaks into Badiou's thought on the event and truth. For at the heart of each instance – the ghostly theological procedure of truth, Pascal's miracle, Kierkegaard's encounter and Paul's militant proclamation – there lies that strange thing called the ‘Christ-event’ (a term Badiou himself uses). If these various examples are paradigmatic cases of the procedures of truth, we cannot escape the conclusion that truth and fable are inseparably entwined. Indeed, I would prefer to take the strong position and stress the necessary role of the fable. If the procedures of truth set in motion by the event also apply in the case of a religious fable like the resurrection, then the fable itself becomes a necessary feature of what Badiou calls a truth. Or more sharply, a primary mode for telling the story of the event takes the form of fable and myth.
Footnotes

  1. 1 Jean-Toussaint Desanti, ‘Some Remarks on the Intrinsic Ontology of Alain Badiou’, in Think Again: Alain Badiou and the Future of Philosophy, ed. Peter Hallward (London: Continuum, 2004), p. 63.

  2. 2 See Alain Badiou, Being and Event, trans. Oliver Feltham (London: Continuum Press, 2006), pp. xiii–xiv.

  3. 3 Ibid, p. 222, Alain Badiou, L'Être et l'Événement (Paris: Éditions du Seuil, 1988), p. 245.

  4. 4 Badiou, Being and Event, Badiou, L'Être et l'Événement, Alain Badiou, Logiques des mondes: L'Être et l'Événement, 2 (Paris: Éditions du Seuil, 2006), Alain Badiou, Saint-Paul: La Fondation de l'Universalisme (Paris: Presses universitaires de France, 1997), Alain Badiou, Saint Paul: The Foundation of Universalism, trans. Ray Brassier (Stanford, CA: Stanford University Press, 2003), Alain Badiou, Theoretical Writings, ed. Ray Brassier and Alberto Toscano (London: Continuum, 2004). Over the long and slow process of reading Being and Event, on various ships and trains throughout Europe, I began to feel as though I was reading a somewhat strange novel: early on there is a death or murder, specifically of the one. Then we meet who is left, the old partner of the one, namely the Multiple. This multiple is a complex character, bristling with mathematical formulae, a specialist in set theory. In place of the one we encounter the enigmatic Void, a mysterious character who is both necessary and a danger that sometimes needs to be warded off. The Void brings with it (through the dense thicket of formal language) an event, be it in politics, science, art, or love. The event is the great turning point of the story. Before the resolution of the story, we must face the great challenge of constructivism (it is all language!) which forbids any event for it is unconstructible. Having won through, at last the hero (the ‘subject’) emerges to claim the event that has risen from the edge of the Void and force the way through to the future of truth.

  5. 5 Badiou, Being and Event, p. 23, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 31.

  6. 6 Quoted in Badiou, Being and Event, p. 38, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 49.

  7. 7 See, for example Badiou, Being and Event, p. 90, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 104–5, although it is a recurring theme.

  8. 8 I am not so troubled by the effort to recover Plato (the more the better), but there is an unexamined classicism at work here. Such a classicism assumes a narrative that runs from ancient Greece to the West. Now, it may well be that the story has become true through its constant use, but it is always useful to note the bumps and ruptures such as the fact that Greece is part of the Balkan East, or that the insights of Greek philosophy passed through the Arab world before making their way via Spain into Aquinas' work.

  9. 9 Badiou, Being and Event, pp. 142–4, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 161–3.

  10. 10 Badiou, Theoretical Writings, p. 93.

  11. 11 Badiou, Being and Event, pp. 112–20, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 129–36.

  12. 12 Badiou's quibble with Spinoza lies in another area, namely that he tries to close down the void. The trick is that this cannot be done, for there is always an excess of the void.

  13. 13 Quoted by E. Roy Weintraub, How Economics Became a Mathematical Science (Durham, North Carolina: Duke University Press, 2002), p. ix.

  14. 14 Desanti, ‘Some Remarks on the Intrinsic Ontology of Alain Badiou’, Kenneth Surin, Freedom Not Yet: Liberation and the Next World Order (Durham, North Carolina: Duke University Press, 2009), pp. 408–10.

  15. 15 When dealing with mathematics, or more strictly the history of mathematics, Badiou slips into the age-old practice of focussing on various individuals and their unique contributions to the body of mathematical knowledge. As Weintraub points out (Weintraub, How Economics Became a Mathematical Science, p. 3), this narrative of brilliant ‘discoveries’ or even events in the hands of Cantor, Zermelo, Fraenkel, Gödel, Cohen and others perpetuates the impression not that these discoveries take place in a disembodied vacuum.

  16. 16 Badiou, Being and Event, pp. 41–3, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 52–4.

  17. 17 Badiou, Being and Event, p. 43, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 54.

  18. 18 Desanti, ‘Some Remarks on the Intrinsic Ontology of Alain Badiou’.

  19. 19 On these four, apart from numerous references in various essays, see Badiou, Being and Event, pp. 339–41, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 374–6, Badiou, Logiques des mondes: L'Être et l'Événement, 2, pp. 18–42.

  20. 20 ‘Illegal’ because the process of recognising and deciding must avoid drawing its terms from the situation or order of being. Any name for the event must be made out of an unpresented element – hence ‘illegal’. See Badiou, Being and Event, pp. 202–4, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 224–6.

  21. 21 A point that Badiou makes, offering a loose version of the Latin Vulgate from Ecclesiastes: ‘there is some newness in being – an antagonistic thesis with respect to the maxim from Ecclesiastes, “nihil novi sub sole”’ (Badiou, Being and Event, p. 209, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 231). Apart from pointing out that the text actually reads ‘nihil sub sole novum’ (Ecclesiastes 1:10 in the Vulgate), it is a rather telling mark of his Catholic context.

  22. 22 Badiou, Being and Event, pp. 212–22, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 235–45, Badiou, Saint-Paul: La Fondation de l'Universalisme, Badiou, Saint Paul: The Foundation of Universalism. While I would have liked to discuss the whole area of a laicised and militant grace in Badiou's reading of Paul, I should say that I have already done so in Roland Boer, Criticism of Heaven: On Marxism and Theology (Historical Materialism Book Series; Leiden: E. J. Brill, 2007), pp. 372–6.

  23. 23 Badiou, Being and Event, p. 393, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 431.

  24. 24 Badiou, Being and Event, p. 393, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 431; ephasis mine.

  25. 25 Ibid.

  26. 26 Badiou, Being and Event, p. 394, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 432.

  27. 27 Badiou, Being and Event, p. 397, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 435–6; emphasis mine.

  28. 28 Badiou, Being and Event, p. 399, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 437; emphasis mine, except for ‘displace’.

  29. 29 The preceding three quotations are from Badiou, Being and Event, p. 222, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 245.

  30. 30 Badiou, Being and Event, p. 216, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 239.

  31. 31 Quoted in Badiou, Being and Event, p. 216, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 239, Blaise Pascal, The Pensées, trans. J. M. Cohen (Harmondsworth: Penguin, 1961), p. 229, Blaise Pascal, Pensées (Paris: Hachette, 1950), p. 277. He is of course, as a Jansenist, faithful to Augustine here: ‘I would not be a Christian without the miracles, says Saint Augustine’. Pascal, The Pensées, p. 229, Pascal, Pensées, p. 278.

  32. 32 Badiou, Being and Event, pp. 216–19, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 239–42.

  33. 33 I write ‘ambiguously’ since the prophecies have a double meaning: the literal meaning of immediate clarity and the proper prophetic meaning that only comes to light with Christ. There is nothing particularly complex about this since it is a rather old mainstream Christian way of appropriating Hebrew prophecy.

  34. 34 Badiou, Being and Event, p. 212, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 235.

  35. 35 It was a pattern that fascinated Walter Benjamin as well; see Boer, Criticism of Heaven: On Marxism and Theology, pp. 96–102.

  36. 36 Badiou, Being and Event, p. 213, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 236.

  37. 37 Badiou, Being and Event, p. 213, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 236.

  38. 38 See Badiou, Being and Event, pp. 238, 283–4, 392, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 263–4, 313–14, 430.

  39. 39 Badiou, Being and Event, pp. 220–2, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 243–4. Pascal, The Pensées, pp. 155–9, See Pascal, Pensées, pp. 93–7.

  40. 40 Badiou, Logiques des mondes: L'Être et l'Événement, 2, pp. 425–46.

  41. 41 Yet he seems to feel that wager and choice are interchangeable, for he writes a little earlier, ‘Since it is of the very essence of the event to be a multiple whose belonging to the situation is undecidable, deciding that it belongs to the situation is a wager (un pari)’ (Badiou, Being and Event, p. 201, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 223).

  42. 42 Pascal, The Pensées, pp. 158, Pascal, Pensées, p. 96; translation modified.

  43. 43 A pseudo-event or semblance of an event follows the following precept: ‘I have never said that every transformation or becoming is a truth procedure and consequently dependent upon a founding event and a fidelity to this event’ (Alain Badiou, ‘Afterword: Some Replies to a Demanding Friend’, in Think Again: Alain Badiou and the Future of Philosophy, ed. Peter Hallward (London: Continuum, 2004), p. 236). Surin notes the way the Right is all too ready to use the terminology of the event (Surin, Freedom Not Yet: Liberation and the Next World Order, pp. 387–9), while Žižek pushes the line that the resurrection too is a semblance of an event (Slavoj Žižek, The Ticklish Subject: The Absent Centre of Political Ontology (London: Verso, 1999), pp. 143–4).

  44. 44 Badiou, Being and Event, p. 212, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 235.

  45. 45 Badiou, Being and Event, p. 216, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 239.

  46. 46 Badiou, Being and Event, p. 217, Badiou, L'Être et l'Événement, p. 240.

  47. 47 In this respect the French is closer to the Classical Greek sense of the word sumbolon. Not merely a token, ticket or omen, it was also the term used for the distinctive mark of Christians, which then became the creed or the confession of faith.

  48. 48 Badiou, Saint-Paul: La Fondation de l'Universalisme, pp. 50–3, Badiou, Saint Paul: The Foundation of Universalism, pp. 47–50.

  49. 49 Badiou, Logiques des mondes: L'Être et l'Événement, 2, pp. 447–57.

  50. 50 Ibid, 425–46.

  51. 51 Ibid, p. 447

  52. 52 Ibid, p. 450.

  53. 53 Ibid, p. 454.

  54. 54 Romans 1:2–6; 3:21–6; 4:24–5; 5:6–11; 6:3–11; 8:11, 32; 10:9; 14:8–9 and so on.

  55. 55 Badiou, Saint-Paul: La Fondation de l'Universalisme, pp. 5–7, Badiou, Saint Paul: The Foundation of Universalism, pp. 4–6.

  56. 56 Alain Badiou did in fact respond in this vein to a presentation of mine that was a very early version of this essay. It was at the ‘Singularity and Multiplicity’ conference at Duke University, 26 March 2005, organised by the Institute for Critical Theory.

  57. 57 Badiou, Saint-Paul: La Fondation de l'Universalisme, p. 6, Badiou, Saint Paul: The Foundation of Universalism, p. 6.

  58. 58 Eli Yassif, The Hebrew Folktale: History, Genre, Meaning, trans. Jacqueline S. Teitelbaum (Bloomington, IA: Indiana University Press, 1999), pp. 23–6.

  59. 59 Badiou, Saint-Paul: La Fondation de l'Universalisme, p. 5, Badiou, Saint Paul: The Foundation of Universalism, p. 4.

  60. 60 See also Badiou, Being and Event, pp. 191–8, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 213–20, Badiou, Theoretical Writings, p. 20.

  61. 61 Badiou, Theoretical Writings, p. 20.

  62. 62 Alain Badiou, Handbook of Inaesthetics, trans. Alberto Toscano (Stanford, CA: Stanford University Press, 2005), pp. 19–20.

  63. 63 Alain Badiou, Manifesto for Philosophy, trans. Norman Madarasz (Albany, NY: SUNY Press, 1999), pp. 11–13.

  64. 64 Alain Badiou, Deleuze: The Clamor of Being, trans. Louise Burchill (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2000), p. 58.

  65. 65 Ibid, p. 58.

  66. 66 Badiou, Theoretical Writings, p. 109.

  67. 67 Sometimes he overdoes it. For example, in his discussion of the formal notation of the Void, Ø, he observes that the mathematicians had to search for a sign as far as possible from their usual languages (Greek, Latin and Gothic). So they settled on the old Scandinavian Ø. He writes: ‘As if they were dully aware that in proclaiming that the void alone is … they were touching upon some sacred region, itself liminal to language; as if thus, rivalling the theologians for whom the supreme being has been the proper name since long ago, yet opposed to the latter's promise of the one, and of Presence, the irrevocability of un-presentation and the un-being of the one, the mathematicians had to shelter their own audacity behind the character of a forgotten language’ (Badiou, Being and Event, p. 69, Badiou, L'Être et l'Événement, pp. 82–3). Badiou has let himself go a little too far, for Ø is very much part of the vibrant Danish language.

  68. 68 Badiou, Handbook of Inaesthetics, p. 22.

  69. 69 See Boer, Criticism of Heaven: On Marxism and Theology, pp. 422–30.